Χοροί και τραγούδια του πόντου


ΧΟΡΟΙ

1. Ανεφορίτσας: Χορός της Γαλίαινας (ευρύτερη περιοχή Ματσούκας-Τραπεζούντας) μια μορφή σερανίτσας με μονό τικ
ή Κιζέλα: Πήρε την ονομασία από τους στίχους του τραγουδιού "Κόρη κατήβα σο μαντρίν ελλύεν η κιζέλα"
2. Από παν και κα: Χορός της περιοχής Ματσούκας Τραπεζούντας που χορευότανε επιτόπια με μικρά πηδηχτά βήματα με πιάσιμο από τη μέση
ή Καπικεέτκον: Όπως ονομαζόταν ο χορός στην περιοχή της Λιβεράς και χορευόταν με το σκοπό "εσκέρτε ο Γακούπ Αγάς"
ή Αγκαλιαστόν: Η ονομασία του Χορού στην Γαλίαινα (Ματσούκα)
3. Από πάν και κα Χορός του Αγ-Ταγ-Μαντέν, περιοχή που βρίσκεται κοντά στην Αγκυρα (εσωτερική μετανάστευση στις αρχές του 1800 από την Αργυρούπολη)
ή τικ: Χορός που πιάνονταν από τους ώμους όπως το κότσαρι.Κάτι ανάμεσα σε χασαποσέρβικο και τικ.
4. Αλματσούκ Χορός της περιοχής Καρς
ή Αρματσούκ:
5. Ατσιαπάτ: Χορός που χορευότανε στα Πλάτανα κωμόπολη Δυτικά της Τραπεζούντας (στα τούρκικα ονομάζεται Akcapat) απ’όπου πήρε και το όνομά του. Την ίδια ονομασία συναντάμε και στην Ματσούκα, όπου χορευότανε και από γυναίκες
6. Γέμουρα: Χωριό ανατολικά της Τραπεζούντας. Στην περιοχή Σεβάστειας χορευόταν σαν μία μορφή Τρυγώνας Στα χωριά μεταξύ Γέμουρας - Τραπεζούντας χορευόταν σαν παραλλαγή του εταιρέ.
7. Γετίερε: Χορός της Αργυρούπολης του Πόντου
ή Γεντίαρατς: Σημαίνει χορός των 7 διαγωνιζομένων γεντί=εφτά, αρατς=διαγωνισμός
ή Γαντίαρα: Σημαίνει εφτά μικρά δρομάκια γεντί= εφτά, αρά =μικρός δρόμος
8. Γιουβαρλαντούμ: Σημαίνει κατρακύλισμα. Χορός των περιοχών Αγ-Νταγ-Μαντέν και Σαμψούντας. Χορεύεται σε παραλλαγές με διαφορετική μουσική και σε άλλες περιοχές του Πόντου όπως, Αργυρούπολη & Πάφρα Ο πρώτος κρατάει μαντήλι και κάνει λαβύρινθο
9. Διπάτ: Το όνομα του χορού στην Τραπεζούντα. Πήρε το όνομά του από τα δύο επιτόπια πατήματα.
ή Γιαβαστόν: Σημαίνει αργός χορός
ή Κοδεσπενιακόν: Χορός της οικοδέσποινας
ή Ομάλ Τραπεζούντας: Το όνομα του χορού στην Ελλάδα
10. Διπλόν Κότς: Λέγεται ότι έχει την προέλευση του από την Αρμενία
ή Τίταρα:
ή Τριπάτ: Η ονομασία πάρθηκε από τρία επιτόπια πατήματα της φτέρνας
11. Διπλόν ομάλ: Χορός της Περιοχής του Κιουμούς Μαντέν (Μεταλλείο Σίμ) παραλλαγή του Κοτσιχτόν Ομάλ
12. Εταιρέ: Πήρε το όνομά του από τον στίχο του τραγουδιού "πέρνιξον με έταιρε". Χορευότανε στην Τραπεζούντα.
13. Θανατί λάγκεμαν: Χορός της περιοχής Πάφρας. Είναι ο χορός με τον οποίο αυτοκτόνησαν οι κοπέλες που ήταν κλεισμένες στο κάστρο του ποταμού Αλυ για 48 ημέρες.
14. Θύμιγμα: Τελετουργικός χορός του γάμου. Χορεύεται από εφτά ζευγάρια με πρώτο το ζευγάρι των νεόνυμφων, και ένα μόνο (τέκ), κρατώντας λαμπάδες
ή Εφτά ζευγάρια και το τέκ: Πήρε το όνομά του από τους στίχους του τραγουδιού "εφτά ζευγάρια και το τέκ κρατούνε τη λαμπάδα"
15. Καλόν κορίτς: Χορός της περιοχής Ματσούκας Τραπεζούντας. Μία μορφή σερανίτσας που πήρε το όνομα από τον στίχο του τραγουδιού "Καλόν κορίτς, καλόν κορίτς, καλόν κι εβλοημένον"
ή Παπόρ: Πήρε την ονομασία από τον στίχο του τραγουδιού "Μάνα τέρεν το παπόρ ντ' άσκεμα κουνίεται"
16. Κελ κίτ: Σημαίνει "έλα και φύγε" Κωμόπολη στα όρια Σεβάστειας-Κολωνίας (Νικόπολις). Ο χορός πάει στα αριστερά
17. Κοριτσί χορόν: (Κισλάρ καϊτεσί) Χορός της περιοχής Πάφρας. Χορεύθηκε το 1680 στο κάστρο του ποταμού Aλυ (Κισλάρ καλέ) και συμβολίζειτο δίλημμα αυτοκτονία ή παράδοσης στους Τούρκους.
18. Κότς: Χορευότανε σχεδόν σε όλο τον Πόντο με παραλλαγέςστο κράτημα των χεριών. Στον Ανατολικό Πόντο κρατιότανε από τις παλάμες ενώ στο δυτικό από τους ώμους όπως το κότσαρι.
19. Κοτσαγκέλ: Χορευότανε στο τέλος της γαμήλιας διασκέδασης. Μ' αυτόν τον χορό αποχωρούσαν οι καλεσμένοι για τασπίτια τους. Ο πρώτος κρατάει το μαντήλι.
20. Κοτσάκι: Αντικριστός ζευγαρωτός χορός της Νικόπολης (καρσιλαμάς)
ή Κετσέκ Κετσέκ: Ο ίδιος χορός με διαφορετική μουσική χορευότανε σε χωριά της Τραπεζούντας
21. Κότσαρι: Χορός της περιοχής Κάρς, που οι χορευτές πιάνονται από τους ώμους.
22. Κοτσικτόν ομάλ: Χορευότανε σε μικρές παραλλαγές σε όλες σχεδόν τις περιοχές του Πόντου, όπου του δίνανε και ανάλογη ονομασία
ή Εμπρ οπίς: Σημαίνει μπρος-πίσω
ή Ομάλι: Η ονομασία στην περιοχή της Νικόπολις
ή Τσαραχότ: Το όνομα του χορού στην περιοχή του Αγ-Νταγ-Μαντέν με μικρή παραλλαγή στα βήματα.
ή Φουλούρ Η ονομασία του χορού σε χωριά της Ματσούκας
ή Αργολαβάς: Η ονομασία του χορού στην Πάφρα
ή Κερασουνταίϊκον: Τα τρία τελευταία ονόματα δόθηκαν στην Ελλάδα
ή Ομάλ Κερασούντας
ή Λάχανα Πήρε το όνομα στην Ελλάδα από το τραγούδι 'Λάχανα πουλίμ' λάχανα"
23. Κούσερα: Χωριό κοντά στη Μονή Ιωάννη του Βαζελώνα. Μία μορφή τικ σε γρήγορο ρυθμό με τα χέρια κάτω.
ή Μοσκώφ: Η ονομασία του χορού στην Ελλάδα, χορευότανε από κάποιον ονόματι Μοσκοφίδη στην Θεσσαλονίκη, ο οποίος πρόσθεσε κάποιους αυτοσχεδιασμούς στο χορό. Από αυτόν πήρε και το όνομα.
24. Κωσταντίν Σάββας: (Οσμάν Αγάς) Φρούραρχος στρατηγός της Πάφρας-Σαμψούντας το 1202. Διαφώνησε με τον Αλέξιο Κομνηνό το 1204 μετά την κατάληψη της Κων/πολης από τους Φράγκους, θέλοντας να κάνει χωριστό κράτος στην περιοχή της Γεζελώνας(Πάφρα-Αμισός-Κάβζα κλπ.). Είναι παραλλαγή του Γιουβαρλαντούμ.
25. Λέτσι: Χορός της περιοχής Κάρς. Παραλλαγή της λετσίνας σε αργό ρυθμό.
26. Λετσίνα: Χορός της περιοχής Κάρς.
27. Μαντήλια: Χορός του Κιουμούς Μαντέν (Μεταλλείο Σίμ) Χορευότανε και στους γάμους, στο δρόμο μπροστά από το ζευγάρι.
28. Μαύρον πεγάδ: (Καρά Πουνάρ) Χωριό της Πάφρας
29. Μαχαίρια: Χορός επίδειξης μαχαιριών. Αναφέρεται στην Κύρου Ανάβαση από τον Ξενοφώντα όταν χορεύθηκε από δύο Θράκες στην Ορντού (Κοτύωρα)
ή Tη μαχαιρί
ή Πιτσάκ οϊνί: Η Τούρκικη ονομασία του χορού
30. Μαχμόρ: Χορός της Νικόπολης (Αξί Κοϊ)
31. Μηλίτσα: Σημαίνει μικρή μηλιά
32. Μητερίτσα: Χορός των παραλίων και των σαλονιών της Τραπεζούντας φερμένος από την Ευρώπη με τραγούδι στην Νεοελληνική γλώσσα (Καντρίλιες). Πήρε την ονομασία του από τον στοίχο "Μητερίτσα μου γλυκιά έχω μια αγαπητικιά"
33. Μονόν Χορόν: (Τέκ καϊτέν) Χορός που χορευότανε από τους αντάρτες της Πάφρας
34. Μουζενίτκον ή Κιμισχαναλίδικον: Η Μούζενα είναι χωριό της Αργυρούπολης. Κιουμουσχανέ είναι η Τούρκικη ονομασία της Αργυρούπολης
35. Μωμογέρια: Υπάρχουν σε διάφορες παραλλαγές ακόμη και σαν θεατρικές παραστάσεις με Αριστοφανικό διάλογο (λαϊκά δρώμενα)
36. Ντολμέ ή Τσολμέ: Χορός της περιοχής Όφι (Ανατολικά της Τραπεζούντας)
37. Ομάλ Μονόν: Απλός χορός με έξι βήματα που δεν χρειάζεται ιδιαίτερη χορευτική ικανότητα και τον συναντάμε στην περιοχή Τσιμεράς στην Αργυρούπολη και στηνΤραπεζούντα.
38. Ομάλ (Κάρς): Ίδιος χορός με τον προηγούμενο με έντονο τρέμουλο στο σώμα.
ή Παϊπούρτ: Πόλη Νοτιοανατολικά της Τραπεζούντας έξω από τα όρια του διεκδικούμενου Πόντου του 1918-1922.
ή Τιζ: Ο ίδιος χορός σε πιο αργή μορφή στο Αγ Ντάγ Μαντέν
39. Ούτσαϊ: Χορός της Νικόπολης με έντονο τρέμουλο με 10 βήματα. Αλλάζει η θέση των χεριών ανάλογα με την περιοχή που χορευόταν.
ή Ούτσαλτι: Σημαίνει 3-6 στα Τούρκικα
ή Κουνιχτόν: Η ονομασία στο Αξι Κιοϊ Νικόπολης από το έντονο τρέμουλοστο σώμα
ή Ομάλ Γαρασάρης Η ονομασία στην Ελλάδα.
40. Πατούλα: Το όνομα του χορού στο Δυτικό Πόντο. Πήρε την ονομασία του από τον στίχο "Τη Πατούλας η μάνα, τ’εμόν η Καλομάνα"
ή Πιπιλομάτενα: Το όνομα του χορού στον Ανατολικό Πόντο. Πήρε τηνονομασία του από τον στίχο: "Την Πιπιλομάτεναν, ούϊ ανάθεμά τεναν"
ή Κόρη Κοπέλα: Ο ίδιος χορός σε μικρή παραλλαγή με διαφορετική μουσική όπως ονομαζόταν στην Γαλίαινα.
41. Σαμσόν Χορός της περιοχής Σαμψούντας
42. Σαρικούζ Θα πει ξανθό κορίτσι στα Τούρκικα. Λέγεται ότι είναι ο χορόςτου θερισμού. Υπάρχει σε διάφορες παραλλαγές, σε πολλέςπεριοχές του Πόντου.
43. Σέρρα: Ο ωραιότερος και διασημότερος χορός. Πήρε την ονομασία του από τον ποταμό Σέρρα. Υπάρχει σε διαφορετικές μορφές ανάλογα με την περιοχή.
ή Λάζικον: Το όνομα του χορού στην περιοχή του Όφεως όχι γιατί ήτανχορός των Λαζών αλλά γατί οι Οφλίδες είναι κάτοικοι της Λαζικής χώρας.
ή Τογιαλίδικον: Το όνομα του χορού στην περιοχή Τόνιας
44. Σερανίτσα ή
Χαιρεανίτσα ή
Εικοσιένα ή
Αρμενίτσα Χορός του Νοτιοανατολικού Πόντου. Πήρε το όνομά του από την περιοχή Χεροίανα όπου χορευόταν. Στην περιοχή της Αργυρούπολης.
45. Σιτόν Μία μορφή ανάποδου μονού τικ. Χορευόταν στην Ιμέρα. Ο χορός πάει προς τα αριστερά.
46. Στενά Δρόμα: (Ταρατσού Σοκακλάρ) Χορός της περιοχής Πάφρας
47. Τάμσαρα Χορός της Νικόπολις. Η μουσική είναι παραλλαγή της "πιπιλομάτενας". Χορευόταν στην Παλτσάνα-Νικόπολις
48. Ταμσάρα Χορός με βάση το Διπάτ. Χορευόταν στα χωριά της ΆνωΜατσούκας & Αργυρούπολις. Η μουσική είναι παραλλαγή της "πιπιλομάτενας"
49. Τέρς (Αγ Ντάγ Μαντέν) Μία μορφή Τρυγώνας με ανάποδο λαβύρινθο. Ο χορός πάει προς τ’ αριστερά.
ή Γέμουρα Έτσι ονομάζεται ο ίδιος χορός στην επαρχία Κακάτσης στην Αργυρούπολη
50. Τέρς (Κιουμούς Ματέν) Η τρυγώνα σε διαφορετική χορευτική και μουσική παραλλαγή. Ο χορός πάει προς τ’αριστερά.
51. Τικ (Μονό): Χορός της Ματσούκας με έξι βήματα
ή Διπλόν Ο ίδιος χορός όπως ονομάζεται στην Γαλίαινα.
52. Τικ (Διπλόν) ή
Τικ Σο Γόνατον: Χορός που χορευόταν σε όλο σχεδόν τον Πόντο με δέκα (10) βήματα.
53. Τικ (Τρομαχτόν) ή
Λαγγευτόν Χορευόταν ιδιαίτερα στα Κοτύωρα και στο Κάρς.
54. Τίταρα ή
Τετέ Αγάτς Παραλλαγή του Γετιέρε σε βήματα και μουσική με βάση το Διπάτ. Χορός της Αργυρούπολης.
55. Τριπάτ Χορός της Ανω Ματσούκας
56. Τρυγώνα Χορευόταν σε παραλλαγές σε διάφορες περιοχές του Πόντου. Πήρε το όνομά του από τον στοίχο: "Ακεί πέραν σ’ορμανόπον η Τρυγώνα η Κορώνα"
57. Τυρφών (Τρύφωνας) Χορός της περιοχής Πάφρας. Ο Τρύφωνας ήταν υπαρκτό πρόσωπο (αρσούης) ο οποίος χόρευε πάντα ανάποδα.
58. Τσοπανλάρ Χωριό ανατολικά της Σινώπης
59. Τσουρτούγουζους Χορός του Κιουμούς Ματέν. Μιά μορφή γρήγορου τικ με τα χέρια κάτω σε διαρκή κίνηση μπρος-πίσω
60. Φόνα Χορός της Αργυρούπολης. Παραλλαγή του Γιουβαρλαντούμ.
ή Αρμενίτσας Ο ίδιος χορός όπως ονομαζόταν στη Γαλίαινα
61. Χάλα-Χάλα Χορός της περιφέρειας Κακάτσης (Αργυρούπολη)
62. Χαλάϊ Χορός του Αγ Ντάγ Ματέν. Ο πρώτος κρατάει μαντήλι.



ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ


Κορτσόπον λάλ’μεν

Έλα κάθ’κα σα γόνατα μ’ κορτσόπον λάλμεν
Ας πλέκω τα μαλλίας λάλ’με κι ας λαλώ σεν

Ας πλέκατα ψιλά-ψιλά κορτσόπον λάλ’μεν
Και σύρ’ατα σ’ ωμίας λάλ’με κι ας λαλώ σε

Μώ-σε παλαλός έν’ Ορτουλούς γαμπρός έν’
Εγώ χώρα κι ατός χώρα έλα ας φιλώ ΄σε ατώρα

Τ’ ομμάτα τς κατακέφαλα κορτσόπον λάλ’μεν
Ο νούς ατ’ς σο κλεψίον λάλ’μεν κι ας λαλώ σεν

Ατε καρδίας έκαψεν κορτσόπον λάλ’μεν
Κάμποσα νοματίων λάλ’μεν κι ας λαλώ σεν

Φίλ’με κι ας φιλώ σε μώ-σε παλαλός έν’
Σ’ ένα βούραν λεφτοκάρα λέγ’με έλα ας φιλώσ’ ατώρα

Εσύ είσαι κρύον νερόν, κορτσόπον λά’λμεν
Νασάν τον διψασμένον λάλ’μεν κι ας λαλώ σεν

Μώσε θεία μ’ μώσε, μώ-σεν παλαλός έν’Σ’ ένα βούραν λεφτοκάρα λέγ’με έλα ας φιλώ σε

Κορτσόπον ανημέρωτον κορτσόπον λαλ' με
Πότε θα ημερούσαι λαλ' με κι ας λαλώ σε

Και με τ' εμέν το παλληκάρ' κορτσόπον λαλ' με
Πότε θα στεφανούσαι - λαλ' με κι ας λαλώ σε

Κορτσόπον πολλά έμορφον κορτσόπον λαλ' με
Και ντο πολλά αγαπώ σε - λαλ' με κι ας λαλώ σε

Πασκίμ' ντο κι εγροικάς ατο κορτσόπον λαλ' με
Πάντα πυκνοτερώ σε λαλ' με κι ας λαλώ σε

Η Ρωμάνα

Η κόρ’ επήεν σο παρχάρ’ , έι πουλί μ’ πουλί μ’
Να ΄ίνεται ρωμάνα, έλα έλα λέγω σε

Και για τ’ ατέν θα ίνουμαι, έι πουλί μ’ πουλί μ’
Και κυνηγός σ’ ορμάνα , έλα έλα λέγω σε

Ορμάνα μ’ τα ψιλόπουλα σ’, έι πουλί μ’ πουλί μ’
Ντ’ έμορφα καλαηδούνε, έλα, έλα λέγω σε

Ας κλαίγ’ν’ εμέναν τον καρύπ’, έι πουλί μ’ πουλί μ’
Τα δέντρα όντες ανθούνε , έλα έλα λέγω σε

Ρωμάνες όντες πάτε και σ’ ορμάν, έι πουλί μ’ πουλί μ’
Σωστά δουλείας ποίστεν, έλα έλα λέγω σε

Όντες τρώτεν το θόγαλαν, έι πουλί μ’ πουλί μ’
Το μερτικό μ’ αφήστεν, έλα έλα λέγω σε


Λεμόνα

Σίτ’ επαίν’ α ομάλα - ομάλα (3)
Είδα ορμάνα και λιβάδα (2)

Και ση λιβαδί’ την άκραν (3)
Έστεκεν δέντρον και μέγαν (2)

Έστεκεν δέντρον και μέγαν (3)
Σα νεράντζια φορτωμένον (2)

Έπλωσα να παίρω έναν (3)
Εχωλιάστεν η Λέμόνα (2)

Ντο χολιάσκεσαι Λεμόνα (3)
Πάσ’ κ’ ετσάκωσα κλαδόπον (2)

Κι αν ετσάκωσα κλαδόπον (3)
Να τσακούται το χερόπο μ’ (2)

Κι αν εμάρανα φυλλόπον (3)
Να μαραίνεται το ψόπο μ’ (2).



Τη Τρίχας το γεφύρι


Ακεί πέραν σο Δρακολίμ’ – έλα δάφνεπόταμε
Ση τρίχας το γεφύρι – εδαφνέμ’ και μυριγμένεμ’
Χίλοι μαστόροι έχτιζαν – έλα….
Και μύριοι μαθητάδες – εδαφνέμ’…

Οι μάστοροι εχέρουνταν – έλα…
Θε να πλεθείν η ρόγα – εδαφνέμ’ ….
Οι μαθητάδες έκλαιγαν - ….
Τσι κουβαλεί λιθάρα - …

Κι ατός ο πρωτομάστορας – έλα ….
Νουνίζ’ νύχταν ημέραν εδαδνέμ’ ….

Ντο δίσμε πρωτομάστορα - … έλα…
Να στένω το γεφύρ-ις - εδαφνέμ’…
Αν δίγω σε τον κύρη μου - …
Άλλο κύρην πα κ’ έχω - ….

Αν δίγω σε την μάνα μου – έλα …
Άλλο μανίτσαν κ’ έχω – εδαφνέμ’…
Αν δίγω σε τ’ αδέλφια μου - …
Άλλον αδέλφια κ’ έχω - …

Αν δίγω σε την κάλη μου – έλα δάφνεπόταμε
Καλύτερον ευρήκω – εδαφνέμ’ και μυριγμένε


Τσοπάνος

Τσοπάνος με τα πρόατα Λάσκεται τα ραχία
Πίνει τα κρύα τα νερά Και σύρ’ την μαναχίαν

Τούλα- τούλα, τουλαλά
Το ταούλ’ και η ζουρνά (2) Ρεφραίν…
Παρεβγάλνεμαι πουρνά

Τσοπάν’ εμ’ ντο γιοσμάς είσαι Νασσάν που έχ’σε άντραν
Ας’ ατα κ’ έλα με τ’ εμέν Τα πρόατα σ’ κί χάνταν

Το ρεφραίν

Τσοπάν’ εμ’ ποδεδίζωσεν Κατήβα ας σα ραχία
Κανείτ’ εσέν ντο εντώκαν’νε χαλάζα και βρεχία

Τσοπάνε μ’ και τα πρόγατα σ’ τσοπάνε μ’ και τ’ αρνόπα σ’
Ατά εγροικούνε τη χαρά σ’ εξέρνε α σα τερτόπα σ’.
Το ρεφραίν

Σεράντα Μήλα

Σεράντα μήλα κόκκινα, πούλιμ’
Σ’ ένα μαντίλ’ δεμένα, σ’ ένα μαντίλ’ δεμένα

Σεράντα σεβτάς κι αν ευτάς, πουλί’ μ’
Σεράντα σεβτάς κι αν ευτάς, γιαβρί’ μ’
΄Κί ευρήκ’ς άμον εμέναν, ΄κί ευρήκ’ς άμον εμέναν

Για έλα έλα,πουλί μ’, με τ’ εμέν έλα , γιαβρί’ μ’ (ρεφραίν)
Ατο τ’ εσόν το τέρεμαν πουλίμ’ θα σύρ’ και παίρ’ τ’ αχούλιμ’

Σεράντα μήλα κόκκινα, πουλί’ μ’, σεράντα μυρωμένα
Κόρη μ’ τα μάγλας σ’ κόκκινα, γιαβρί’ μ’ να μη είν’ φιλεμένα

Το σπαλερόπος έμορφον, πουλί’ μ’, η φώτας μεταξένεν
Τ’ εσόν η κάρδεα ΄κί πονεί, πουλί’ μ’, θαρρείς έν σιδερένεν

Τ’ άλλ’ άσπρα τ’ άλλα κόκκινα, πουλί μ’ τ’ άλλ’ άσπρα τ’ άλλα
κόκκινα, γιαβρί μ’, τ’ άλλα ζωγραφισμένα.

Πατώ και τσουγναεύ’ ατά, πουλί μ’ πατώ και τσουγναεύ’ ατά,
γιαβρί μ’, κι’ έρχουμε με τ’ εσέναν.

Σεράντα διπλομάχερα πουλί’ μ’ ση κάρδα μ’ καρφωμένα
Ελάτεν και τερέστ’ατα γιαβρί’ μ’, πως είναι ματωμένα

Είκοσι μήλα ‘σ έστειλα, πούλιμ, χαρά μου στo μαντήλι
διαλέχτηκα, μελέχτηκα, πούλιμ, τα κόκκινα σου χείλη

Σεράντα βρύσες με νερό πούλιμ, κι εφτά βουνό με χιόνι
Μες’ στη καρδία μου βάλ’ετα πούλιμ, και πάλι δεν παγώνει



Ακρίτας όντες έλαμ’νεν


Ακρίτας όντες έλαμνεν, σην παραποταμέαν.
Επέγνεν κι έρτον κι έλαμνεν, την ώρα πέντ’ αυλάκια.
Επέγνεν κι έρτον κ’ έσπερνεν, εννέα κότια σπόρον.

Πουλίν έρθεν κ’ εκόνεψεν, ση ζυγονί’ την άκρα.
Σκούται και καλοκάθεται, ση ζυγονί’ την μέσεν.
Οπίσ’ πουλίν οπίσ’ πουλίν, μη τρως την βουκεντρέαν.

Και το πουλίν κελάηδησεν, σ’ ανθρώπινον λαλίαν.
Ακρίτα μου, ντο κάθεσαι, ντο στέκεις και περμένεις;
Το ένοικο σ’ εχάλασαν και την καλήν σ’ επαίραν.

Τ’ όλον καλλίον τ’ άλογο σ’, στρώνε και καβαλκεύνε.
Και τ’ άλλα τα καθέτερα, στέκνε και χλιμιντρίζνε.

Έσυρεν το σπαθί’ τσιν’ ατ, ασό χρυσόν θηκάριν.
Χίλιους μπροστά εσκότωσεν και μύριους απ’ οπίς’ ατ’.


Αητέν’ τς επαραπέτανεν


Αητέν’ τς επαραπετανεν, ψηλά σα επουράνια, ούι αμάν
Είχε τ’ ατζία ατ’ κόκκινα και το τσαρκούλν, ατ, μαύρον

Εκράτεν και σα κάρτζια του παλληκαρί’ βραχιόνας, ούι αμάν
Αητέμ, για δός με ασό κρατείς για πέει με όθεν κείται

Ασο κρατώ κι δίγω σε, αρ’ όθεν κείται λέγω, ούι αμάν
Ακεί σο πέραν το ραχίν σ’ ελάτια επ’ εκεί μέρος

Τραντέλλεναν εσκότωσαν και κείται ματωμένος, ούι αμάν
Μαύρα πουλία τρώγν’ ατόν και άσπρα τρυγιλίσκουν

Φατέστε, πουλία μ’ φατέστε, φατέστε τον καρίπην,ούι αμάν
Σην θάλασσαν κολυμπετής, σ’ ομάλια πεχλιβάνος

Σον πόλεμον τραντέλλενας του Πόντου παλληκάρι ούι αμάν


Εταιρον κι η λυγερή

Έταιρον κι η Λυγερή παν, όλεν τον ποταμόν.
Έταιρον επέρνιξεν και η κόρ’ κ’ επόρεσεν.

Πέρνιξον με, Έταιρε, το τσιαρκούλιμ’ δίγω σε.
Νιά περνίν περνίζωσε, νιά τσαρκούλιμ’ πέρω σε.

Πέρνιξο με, Έταιρε, το ζωνάριμ’ δίγω σε.
Το ζωνάρ, ς τ’ εσόν ας εν, άλλο τάμαν τάξο με.

Πέρνιξο με, έταιρε, το βραχιόλιμ’ δίγω σε.
Ντο να φτάγω τ’ άκλερον, τ’ άψιμον να καίει ατό.
Άλλον τάμαν τάξο με κι εγώ σέν περνίζω σε.

Ασήν ψημ’ κι ανέτερα, τ’ άλλα όλια δίγω σε.
Ασό χερ’ επέρπαξεν κι άτεν πέραν έσυρεν.


Τ’ Ωριάς το κάστρον


Ατόσα κάστρα είδα κ’ ελογύρισα
Κι άμον τ’ Ωργιάς το κάστρον, κάστρον ΄κ’ έτονε

Σεράντα πόρτας είχεν κι όλα σίδερα
Κ’ εξήντα παραθύρα κι όλα χάλκινα

Και του γιαλού η πόρταν ας σο μάλαμαν
Τούρκος το τριγυρίζει χρόνους δώδεκα

Κι ένας μικρός τουρκίτσοα ρωμηογύριστος
Το κάστρο ΄λογιρύζει και μοιρολογά

Άνοιξον να εμπαίνω τούρκοι διώχνε με
Κι απέσ’ η κόρ’ ακούει και καρδοπονά


Εχιονίγ’ α

Έναν βούραν τσατσοπα λεφτοκαρί’ καντζόπα
Βάλλ’ ατα σην τσιόπη μου, γαντουρεύω κορτσόπα

Εχιονίγα εχιονίγα κιαρ’ εγώ ντ’ επατουλίγα (ρεφραίν)
Ση Σιναλούν την Παναγιάν, τ’ αρνόπο μ’ ετυλίγα

Έλα να μονάζω σε καντζία θα φάζω σε
Ση καπνού το τσάκωμαν ΄γώ θ’ απονεγκάζω σε

Το ρεφραίν

Τα φιλέματα σ’ σακάρ, η καλατζή σ’ άμον μέλ’
Ας χαίρουμες την ζωήν πόσον θα ζούμ’ τσι εξέρ’

Το ρεφραίν


Ο Γιάννης ο Μονόγιαννες


Ο Γιάννες ο Μονόγιαννες και ν’ ο μαναχόν ο Γιάννες
Ο Γιάννες επεπίρνιξεν και σο πεγάδ’ επήεν

Εχτύπεσεν την μαστραπάν κ’ εγνέφισεν ο ΄ρδάκον
Και ν’ εξέβεν ΄ρδάκος άγγελος και θέλ’ να τρώει τον Γιάννεν

-Βρέ καλώς καλώς το πρόγεμα μ’, βρε καλώς τον δειλινάρ’ ιμ’
Βρε καλώς ντο τρώγω και πίνω και κείμαι και κοιμούμαι


Χαψία
Χαψία εξέβαν σο γιαλόν χοντρά τ’ ευλογημένα
Τα παπόρα έρθαν’ ζίπα-ζίπα φορτωμένα

Χαψία, χαψία φατέστε σκύλ’ παιδία (ρεφραίν)
Και ντ’ έμορφα μαγρεύ’ατα η θεία μ’ η Δοξία

Τραπεζουνταίοι, Κερασουνταίοι, ολ’ παίρ’νε τηγανίζ’νε
Τεμέτερον οι Σουρμενίτ’ με τα πατμάνα αλίζ’νε

Το ρεφραίν

Χαψία βάλλεν σο πλακίν εσέν λέγω Ηλία
Στάξον κι ολίον βούτορον ας ΄΄ινταν μερακλία

Το ρεφραίν

Δοξία τρέξον σο γιαλόν έρθανε τα χαψία
Πλύσον και σύρον σο τηγάν’ να τρώγ’νε τα παιδία

Το ρεφραίν

Το φουρνίν όλο γύρισα πουδέν πλακίν πα ΄κ’ είδα
Τα χέρα μ’ πιλέμ έκαψα ση φουρνί’ τα τσιλίδα


Δεντρόπα πρασινόφυλλα

Δεντρόπα πρασινόφυλλα ποίσέστ’ εμέν ευώραν
Ασσόν ήλον κρυψέσ’ εμέν εσείς αδά σην ώραν

Ολίγον πα αναπάουμαι κ’ επεκεί θα δουλεύω
Θα πάγω με την μάνα μου λαχανα να φυτεύω

Ήλε μ’ σο μεσουράνεμα σ’ έκαψες την φωλέα μ’
Φογούμαι γιαμ’ απιδαβαίν’ και χάνω την φωλέα μ’

Ο τσοπάνον εσύριζεν ο λύκον ξάν’ ουρνούτον
Κ’ έναν έμορφον κόρτσοπον έστεκεν κι αφοκρούτον

Σουμπούλα
Είναν Σουμπούλαν αγαπώ τ’ όνομαν ατ’ς ΄κί λέω
Την ώραν που κ’ ελέπ’ατεν κάθουμαι κά και κλαίω

Σουμούλα μ’ έλα έλα, με τ’ εμέν έλα έλα (ρεφραίν)
Όντες τερ’ω σε μη τερείς αφ’κά κες χαμογέλα

Σουμπούλα μ΄ ποδεδίζω σε φιλώ και το στομόπο σ’
Φώναξομεν έναν βράδον απέσ’ σο κρεβάτοπο σ’

Το ρεφραίν

Ατά τ’ ομμάτα σ’ που ελέπ’ πώς να μη παλαλούται
Πώς να μη ρούζ’ σα κρεβάτα άλλο να μη λαρούται

Το ρεφραίν


Χαμαίμηλον
Και ντ’ έπαθες, χαμαίμηλον και στέκεις μαραμένον
Γιάμ’ η ρίζα σ’ εδίψασεν, γιάμ’ ο καρπός ελλάεν
Γιάμ’ ασά χαμηλόκλαδα σ’ κανέναν εζουλίεν

-Νιά η ρίζα μ’ εδίψασεν, νιά ο καρπό μ’ ελλάεν
Νιά ασά χαμηλόκλαδα μ’ κανέναν εζουλίεν

Έναν κορίτσ’ κ’ έναν παιδίν ση ρίζα μ’ εφιλέθαν
Κ’ εποίκαν όρκον κι όμνισμαν, να μη εφτάν’ χωρισίαν
Ατώρα εχωρίγανε, γιάμ’ έχω ασσό κρίμαν;


Ση Σπέλιας τον ανήφορον


Ση σπέλιας τον ανέφορον τσαμούρα και λιθάρα, γιάρ’γιάρ’
Σειράν πάγ’νε τα κορτσόπα, σειράν τα παλληκάρα,
γιάρ’γιάρ’

Ση Σπέλιας τον ανέφορον χαρτώματα τσιρίζ’νε, γιάρ’γιάρ’
Κι απέσ’ ση Κρώμ’ τα κορτσόπα και ντ’ έμορφα γυρίζ’νε

Ση Σπέλιας τον ανέφορον σειράν στέκ’νε τ’ αλάτα,
γιάρ’γιάρ’
Εκεί τ’ αρνί’ μ’ εφίλεσα σ’ οφρύδα και σ΄ομμάτα, γιάρ’γιάρ’



Πετεινολάλια

Σουμά σα ξημερώματα και σα πετεινολάλα
Κ’ επόρνα να εγνέφιζα, γλυκίν έτον εγκάλα (2)

Ξιί ξιξί τα κόσαρας, χάι χάι τα πετεινάρα (ρεφραίν)
Λέγ’νε με σούκ’ και ΄δαίβα πλάν και σα πατεινολάλα

Σουμά σα ξημερώματα, εξέβαν δύο άστρα
Τ’ έναν ωμέζ’ τον πρώσοπος, τ’ άλλο τα ψύα σ’ τ’ άσπρα

Το ρεφραίν

Σουμά σα ξημερώματα λέγ’νε με σούκ’ και δαίβα (2)
Εφέκα την τρυγώνα μου, ραχόπα επιδαίβα



Ο πρώσοπος τραντάφυλλον

Ο πρώσοπος τραντάφυλλον, αρνόπο μ’ έλα-έλα
Ξάν’ αρνόπο μ’ έλα – έλα

Όντες τερώ σε μη τερείς , αφ’κά κες χαμογέλα
Ξαν’ αφ’κά κες χαμογέλα

Όντες τερώ σον πρώσοπος, γιατί ξύετ’ η χράση
Ξάν’ γιατί ξύετ’ η χράση

Σα μέσα σ’ να τυλίγουμεν, δύο τρία φοράς-ι
Ξάν’ δύο τρία φοράς-ι


Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα
Χριστός 'γεννέθεν, χαράν σον κόσμον, χα καλή ώρα, καλή σ' ημέρα.
Χα καλόν παιδίν οψέ 'γεννέθεν, Oψέ 'γεννέθεν, ουρανοστάθεν.

Τον εγέννεσεν η Παναγία, Τον ενέστεσεν Αϊ-Παρθένος.
Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάρι κ’ εκατήβεν σο σταυροδρόμι.

'Ερπαξαν Ατον οι χίλ' Εβραίοι, οι χίλ' Εβραίοι και μύριοι Εβραίοι.
Ας ακρεντικά κι ας ση καρδίαν, αίμαν έσταξεν, χολή 'κ' εφάνθεν.

Ούμπαν έσταξεν, και μύρος έτον, μύρος έτον και μυρωδία.
Εμυρίστεν ατο ο κόσμος όλεν, γιά μυρίστ' ατο κ’ εσύ αφέντα.
Συ αφέντα, καλέ μ' αφέντα.

'Ερθαν τη Χριστού τα παλληκάρα και θυμίζ’νε τον νοικοκύρην,
Νοικοκύρη μ' και βασιλέα

Δέβα σο ταρέζ' κ’ έλα σην πόρταν, δος μας ούβας και λεφτοκάρα.
Κι' αν ανίεις μας, χαράν σην πόρτα σ'.
“Καλά Χριστούγεννα και σ' έτη πολλά!”


Πρωτοχρονιάτικα Κάλαντα

Αρχή Κάλαντα κι αρχή του χρόνου / κι αρχή του χρόνου
πάντα Κάλαντα , πάντα του χρόνου / πάντα του χρόνου

Αρχή μήλον έν κι αρχή κυδών’ έν / κι αρχή κυδών’ έν
κι αρχή βάλσαμον το μυριγμένον / το μυριγμένον

Εμυρίστεν άτο ο κόσμος όλεν / ο κόσμος όλεν
για μυρίστ’ άτο κι εσύ αφέντα / καλέ μ’ αφέντα

Τα καλά παιδία έρθαν σην πόρτας / και ξάν σην πόρτα σ’
άψον το κερί σ’ κι έλα σήν πόρτα σ’ / κι έλα σήν πόρτα σ’

Χα μηλόπα , χα ξερά τζιρόπα / ξερά τζιρόπα
Χα ξερά , μαύρα κοκκιμελόπα / κοκκιμελόπα

Χρόνια πολλά πάντα και του χρόνου!


Καλαντάρ’τς και νέον έτος


Εδέβαν τα Χριστούγεννα, έρθανε και τα Φώτα,
άνοιξον το καρδόπο σου, τη παραδείσ΄την πόρταν

Καλανταρτς και νέον έτος, κόρ΄θα παίρω σε οφέτος,
καλαντάρ΄τς καλή χρονία, κόρ΄έλ΄ας φιλώ σε μιαν

Έρθαν πουλί μ΄ τα Κάλαντα, έρθανε και τα Φώτα,
εσύ την χώραν ξάι μ΄ ακούς, την καρδία σ΄ ερώτα.
Καλανταρτς και νέον έτος, κόρ΄ θα παίρω σε οφέτος,
καλαντάρ΄ τς καλή χρονία, κόρ΄ έλ ΄ας φιλώ σε μιαν

Άνοιξον, ρίζα μ΄ άνοιξον, άνοιξον το πορτόπο σ΄,
και δός με γλυκύν φίλεμαν κι έπαρ΄ με σ΄ εγκαλόπο σ΄
Καλανταρτς και νέον έτος, κόρ΄θα παίρω σε οφέτος,
καλαντάρ΄τς καλή χρονία, κόρ΄έλ΄ας φιλώ σε μιαν


Πάρθεν η Ρωμανία

Ν΄ αϊλί εμάς και βάι εμάς οι Τούρκ΄ την Πόλ΄ επαίραν
επαίραν το βασιλοσκάμ΄ κι ελάεν η Αφεντία.

Μοιρολογούν τα εκκλησιάς κλαίγνε τα μοναστήρα
κι ο Αι-Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει και δερνοκοπάται.

Μη κλαις, μη κλαις, Αγιάννε μου και μη δερνοκοπάσαι
η Ρωμανία ΄πέρασεν η Ρωμανία ΄πάρθεν

Η Ρωμανία κι αν ΄πέρασεν ανθεί και φέρει κι άλλο.


Σουμέλα λέν’ την Παναγιάν

Σουμέλα λεν’ την Παναγιάν, Σουμέλα λεν κι εσένα,
Σουμέλα λεν’ την Παναγιάν, Σουμέλα λεν κι εσένα.

Θα προσκυνώ την Παναγιάν κι έρχουμε με τ’ εσένα,
θα προσκυνώ την Παναγιάν κι έρχουμε με τ’ εσένα.

Σην Παναγία Σουμελά έχει πολλά τςουντζούνας,
σην Παναγία Σουμελά έχει πολλά τςουντζούνας. .
Εκεί θ’ εφτάμε την χαράν με ζίπκας και ζουπούνας,
εκεί θ’ εφτάμε την χαράν με ζίπκας και ζουπούνας.

Εγώ ποντιοπούλ’ είμαι κανέναν κι φοούμαι,
εγώ ποντιοπούλ’ είμαι κανέναν κι φοούμαι.

Σην Παναγίαν Σουμελά θα πάω στεφανούμαι,
σην Παναγίαν Σουμελά θα πάω στεφανούμαι

Ελέγκω

Μώσε νέ-πουτσή Ελένε / για τ’ εσέν τέρεν ντο λέγ’νε
Πως κι ακούς την πεθερά σ’ / ώι, να τρώγ’νε την χαρά σ’

Εγώ ελέπω σε που πας / και τα έργατα ντ’ ευτάς
Όλ’ εσέν θαμάζνε’σε / φοούμ’ ομματιάζνε’ σε

Σκούσ’ από πουρνού σκοτίαν / πας σ’ οτζάχ’ άφτς τη φωτίαν
Κι αναμέντ’ς να εγνεφίζ’νε / ατείν’ τηδέν ΄κί νουνίζ’νε

Κοιμούνταν, κοιμούνταν σπάνε / το κέϊφν’ ατουν ΄κί χαλάνε
Κι όνταν σκούνταν σο ποδάρ’ / θέλνε σε άμον ουδάρ’

Απ’ οπίσ’ ατουν να τρέεις / πάντα βάσανα να έεις
Άνοιξον καλά τ’ ομμάτα σ’ / κι άλλαξον και τα ινιάτα σ’

Οι δύ’ατουν πα ακόμαν / για τ’ εσέν ΄κί άνοιξαν στόμαν
Να λέγ’νε δύο κουρφίας / και να χαίρετ’ η καρδίας

Άντρας ις σα ξενιτείας / σύρ’ όλια τα γαρυπίας
Εσύ αδακέσ’ που μέντ’ς / ντο πολλά πα υποφέρτ’ς

Έλ’ άξον εμέν τον Γιάγγον / ντο θα λέγω σε Ελέγκω
Ατωρινοί οι νυφάδες / αγαπούνε τοι γιοσμάδες

Ραχόπουλο

Ραχόπουλο θα ίνουμαι σα ράχια θα γυρίζω
σα κλάδοπα θα κάθουμαι και θα χελιδονίζω.
Ράχια μη πρασινίζεται ποτάμ(ι)α μη βοάτε
θα έρτε το μικρόν τ' αρνί μ' κι αρ' απ' εσάς φο(β)άται.
Η δύσα εφέκεν τα ραχ(ι)ά και εκάτσεν σα καμμένα
τρυγώνα μ' ασ' τα κύρουκας κι αρ' έλα με τ' εμένα.

Χρυσάγγελος θα ίνουμαι χρυσά φτερά θα φέρω
και σο ζεστόν τ' εγκάλιοπο σ' πουλόπο μ' θα κονεύω.



Άγουρος

Άγουρος είμ’ άγουρος θα φιλώ το μάγουλο σ’
ατματσάς είμ’ ατματσάς θα γριβώνω σο πατσάχ σ’.

Εκεί πέρα σο ρασίν στέκ’ ένα πουλίν πασύν
σύρω παίρ’α σο νισάν κρούω φτάγ’α περισιάν.

Το τσαρούσι μ’ είπε με μη φορείς με γράσκουμαι
τ’ έμορφα τα κόρτσοπα σπίγγω κι αγκαλιάσκουμαι.

Ε, κόρη λεμόν λεμόν το πόι σ’ αμόν τεμόν
γιαμ θα τρώει σε ο γούρζουλας γιαμ θα ίνεσαι τεμόν.

Ανάθεμα τον παρχάρ τα ψηλά τα ράσια
πίνεις τα νερά κρύα σύρεις τη μανάσια.

Σο τυφέκι μ’ το κουρσούμ πουλόπο μ’ εσέγκα ατό
αν θα λες το γιοκ πουλί μ’ σύρον την ψυ μ’ έπαρ’ το


Τ' άλογο μ' εκαβάλ'κεψα

Τ' άλογο μ' εκαβάλ'κεψα τα χωρία λάσκουμαι
γυρευός θα γίνουμαι εσέναν αγκαλιάσκουμαι

Έναν εν τ' αρνόπο μου τ' εσ'ν'αθέ κ' ευρίεται
τ' ομμάτια μ' ελέπ'νατο το καρδόπο μ' λύεται

Το κορίτσ' καλόν κορίτσ' μάνα'θε κι αντρίζει ατό
ψαλαφώ κι δί μ' ατό κλέφτω κι νοΐζα ατό.

Το γλυκήν το τέρεμα σ' πουλί μ' κι χορτάεται
το τσαλίμι σ' τ' άσκεμον ατό πρέπ' ν' αλλάεται.

Επλώθεν απές σο τσαΐρ’

Επλώθεν απές σο τσαΐρ’ ερούξεν και κοιμάται
έσυρεν το τσούλ’ σο ποτάμ’ τηδέν πα ΄κί φοάται

Εσέβεν σ’ εγκαλιόπον μου κρεμάεν ας ση γούλα μ’
τ’ απάν’ατς όλιον έκαιεν άψιμον με τη βρούλαν.

Ο πρόσωπο σ’ αγγελικόν τ’ οματόπα ‘τς φωτάζ’νε
ας σα χειλιόπ’ ατς στάζ’ το μέλ’ φιλώ κ’ εμέν χορτάζ’νε.

Τ’ αρνί μ’ ελιγοθύμεσεν σην εγκάλια μ’ ερούξεν
αρ’ μη κατηγοράτ’ ατο τσελκέκον εν κ’ εγρoίξεν.

Ναϊλλή εμέν ναϊλλή κι ατέν ναϊλλή τη δυ’ς εντάμαν
τα αμαρτίας εμουν πολλάν ΄κί σούμες μ’ έναν τάμαν.

Ο Μάραντον
Τον Μάραντον χαρτίν έρθεν, θα πάγει ‘ς σήν στρατείαν
την νύχταν πάει ‘ς σόν μάστοραν, την νύχταν μαστορεύει
κόφτ’ ας τ’ ασήμι πέταλα, κι’ ας το χρυσάφ’ καρφία
τον μαύρον ατ’ καλίβωνεν κατάντικρυ ‘ς σόν φέγγον
κ’ η κάλ’ ατ’ παραστέκει ατον με το χρυσόν μαντήλι
τα δάκρα τς εκατέβαιναν, καλομηνά χαλάζια
καρφίν - καρφίν απλώνει ατόν, την γην δάκρα γομώνει
— Που πας, που πας, νέ Μάραντε, κ’ εμέν’ ‘ς ίναν αφίνεις;
— Αφίνω σε ‘ς σόν κύρη μου, ‘ς σόν “Άεν Κωνσταντίνον.
Αφίνω σε ‘ς σήν μάνα μου, την Άγιαν Θεοτόκον
Αφίνω σε ‘ς σ’ αδέλφια μου τους δώδεκ’ Αποστόλους.
— Που πας, που πας, νέ Μάραντε, κ’ εμέναν ντό αφίνεις;
— Αφίνω χίλια πρόατα και πεντακόσια αρνία
Αφίνω σε τον κρίαρον, τον χρυσοκωδωνάτεν
αφίνω σε χρυσόν Σταυρόν κι’ αργυροδαχτυλίδι
το δαχτυλίδ’ πούλ’τσον και φά και το σταυρόν προσκύνα.


Τσάμπασιν
Εκαεν και το Τσάμπασιν Κ’ επέμ’ναν τα τουβάρα γιαρ γιαρ αμάν
Και ν’ έρουξεν σο χουρτέρεμαν Τ’ Ορτούς τα παλληκάρα οϊ οϊ αμάν

Κ’ εν έκαεν κ’ εμανίεν Τ’ Ορτούς το Παρχάρ’
Κ’ εν εκεί τιδέν κ’ επέμ’νεν Μανάχον σαχτάρ!

Εκάεν και το Τσάμπασιν Θεέμ τιδέν και επέμ’νεν
Ράχια και λειβαδότοπα Άλλο χορτάρ κι φέρ’νε

Τρανόν γιαγκούν σο Τσάμπασιν Σπίτα κι θ’ απόμενε γιαρ γιαρ αμάν
Τρανοί μικροί φτωχοί ζεγκίν Ουλ’ κάθουνταν και κλαίνε οϊ οϊ αμάν

Κλαίν’ τα πουλόπα τη Θεού Κλαιν’ τα πεγαδοματα γιαρ γιαρ αμάν
Κλαίει το Τσαμπλούκ το Καρακιόλ κλαίν’ τ' έμορφα τ' ελάτα οϊ αμάν

Ουλ’ τρέχ’νε κι ουλ’ αγληγορούν πράγματα να γλυτών’νε γιαρ αμαν
Βαρκίζ’νε και παρακαλούν ούλα να ευκαιρών’νε οϊ οϊ αμάν

Ρακάνα εκαπνίγανε τα’ ορμία ετσουρώθαν γιαρ γιαρ αμαν
Σαχτάρα εστιβάγανε οτζάκια εκαρακώθαν οϊ οϊ αμάν

Εκάεν και το Τσάμπασιν τρανόν κακόν εγέντον γιαρ γιαρ αμάν
Η τύχη μουν ναϊλλί εμάς άλλο ντο εχ’ γραμμένον οϊ οϊ αμάν


Μωμογέρια

Οφέτος και τα Κάλαντα θ’ ευτάμεν Μωμογέρια
Νασάν εκείνον που θα ζει σ’ άλλα τα καλοκαίρια

Τα Κάλαντα οι Μωμογέρ’ τα Φώτα οι ποπάδες
Ναηλί’ την μαυρομάνα ν’ ατ’ ντ’ έχ’ έμορφα νυφάδες

Οι Κοτσαμάν’ εξέβαν’ε τα Φώτα τ’ αη Γιαννή
Ναηλί’ την μαυρομάναν ατ’ εμάς που κί θ’ ανοί’

Μωμόερος θα ΄ίνουμε πασκίμ’ πάντα θα είμαι
Θ’ εβγάλω τα λωμώπα μου σ’ εγγάλιοπος θα κείμαι

Αναστορώ

Αναστορώ τα παλαιά κι η κάρδια μ΄φαρμακούται
κρούγ' νε' ς σό νού μ' τα μέρια μουν καί η γούλα μ' γομούται

θυμούμε τά κρύα τα νερά ς' τα ' μάραντα σ' τ ομάλια σ'
τα μαναστήρια σ' τ' έρημα τ' έμορφα τα παρχαρια σ'

Ει κιτί μέρια εμορφα τη πατριδας χωρία
ραχόπα που επέμ'ν ετέν με τα νερά τα κρύα

Αν αποθάνω γιάβροπο μ’

Αν αποθάνω γιάβροπο μ’
θάψο με με το φέγγον
μαράντα και τραντάφυλλα
σο κιφαλόπο μ’ θέκον

Αν αποθάνω θάψο με
απέσ’ σα μανουσάκια
όντες ξεράται το ταφί’ μ’
σύρον απάν τσιτσάκια

Τα τσιτσακόπα ντο θα σύρτ’ς’
αρνόπο μ’ αν φυτρών’νε
θα σκουντουλίζ’νε και το τερτ
και σέναν θα λαρών’νε

Αραπατζής

Αραπατζής με το φαϊτόν,κόσμε νασάν εμέναν
τρώω και πίνω λάσκουμαι και κείμαι μετ’ ατέναν

Αραπατζής από μικρός ελάσκιζα κορτσόπα
εβάλ’να ‘τα ‘ς σο γιάνι μου κ’ έλυνα σπαρελόπα

Αραπατζής ετράνυνα, ελάσκουμ’ τα χωρία
το τουσεκόπο μ’ έτονε – γιαβρί μ’- τ’ άσπρα τ’ εσά τα ψήα


Βάσταξον’ κάρδια μ’


Βάσταξον, καρδιά μ’ βάσταξον
κάμποσα χρόνεα κι’ άλλο
όπως βαστούνε τα ραχιά
την βαρυχειμωνίαν
όπως βαστάζ’νε τα δεντρά
την παραγρανεμίαν

Όπως βαστάζ’ η θάλασσα
τη κόσμι τα καράβεα
όπως βαστάζ’ ο ουρανόν
εκείνα όλα τ’ άστρα
όπως βαστάζ’ το χάλκωμαν
‘ς ση καζαντζή τα χέρα

Όπως βαστάζ’ το σίδερον
‘σ σην βαρυτσακουτσέαν
βάσταξον κάρδια μ’ βάσταξον
αν θέλεις κι αν ‘κι θέλεις
βάσταξον κάρδια μ’ βάσταξον
αν θέλει κι αν ‘κι θέλεις

Για έλα για θα έρχουμαι

Για έλα για θα έρχουμαι
σην στράταν ν’ απαντώ ‘σε
εντρέπουμαι να λέγω ‘σε
πουλόπο μ’ ντ’ αγαπώ ‘σε.

Και για έλα για θα έρχουμαι
το καρδόπο μ’ ελύεν
α ση σεβντάν αρνί μ’ τ’ εσόν
εκάεν κι εβρουλίεν.

Και για έλα για θα έρχουμαι
ο νους ‘ημ’ εθολώθεν
α ση σεβντάν αρνί μ’ τ’ εσόν
η καρδία μ’ εματώθεν.

Και για έλα για θα έρχουμαι
οξω ‘κά α σ’ οσπιτόπο σ’
ετελέθεν η υπομονή μ΄
χάρτσον με το καρδόπο σ’.


Ε μαύρ’σα μαυροφόρα


Χιόρα μ’ α σο πορπάτεμα σ’
πολλά καταλαβαίνω
εσύ τιδέν ανάγκην κ’ έεις
τσίζω τον ‘σχωρεμένον.

Ε μαύρ’σα μαυροφόρα
ντο καλατσεύ’ς τη χώραν
κ’ εξέρτ’ς εσύ ντ’ εχάλασεν
η κοινωνία ατώρα.

Χέρα μ’ το φιστανόπο σου
φόρα κι άλλο μακρύν’ –ι-
ενέσπαλες τ’ ατέτια μουν
‘χάσες την εντροπήν –ι-.

Ε μαύρ’σα μαυροφόρα
ντο καλατσεύ’ς τη χώραν
κ’ εξέρτ’ς εσύ ντ’ εχάλασεν
η κοινωνία ατώρα.

Χέρα τερείς τα παιδία σ’
κι αν είσαι σοϊγουλήσα
θ’ ευρήκ’ς ίναν τρανόν πεκιάρ’
γιατί είσαι τσουμπουσλήσα.

Ε μαύρ’σα μαυροφόρα
ντο καλατσεύ’ς τη χώραν
κ’ εξέρτ’ς εσύ ντ’ εχάλασεν
η κοινωνία ατώρα.

Αν αποθάνω γιάβροπο μ’

Εγροίκσα ντ’ αποθάνω εγώ
και σ’ έναν χρόνον μάνα μ’
σ’ εμέν ποπάν μη φέρετε
μη κρούτε την καμπάναν.

Τα χτύπους πούλι μ’ τη καρδίας ημ’
όσον πάγ’ν’ λιγοστεύνε
τα χρόνια μ’ ετελέθανε
πρωτού να ταμαμεύνε.

Ντο έπαθανε πουλί μ’ οι αγγέλ’
και εμέναν αραεύνε
θελνε να παίρνε τα χρόνια μ’
πρωτού να ταμαμεύνε.

Έρθανε πουλί μ’ ν’ αποχαιρετούν
οι συγγενείς και φίλοι
το αίμα μ’ εέντονε νερόν
εβζήεν το καντήλι μ’.

Εγώ για τ’ εσέν και μόνον

Αδά σον κόσμον αγαπώ
είναν Θεόν κι εσένα
αν θελτ’ς δέβα σον ανοιχτήν
κι ορώτα για τ’ εμένα.

Εγώ για τ’ εσέν και μόνον
σύρω τη σεβντάς τον πόνον
και το κιφάλι μ’ σο μαξιλάρ’
ο νους ημ’ εν’ σο δρόμον.

Εσέν ρίζα μ’ ντο αγαπώ
αν ίσως λέγω ψέμαν
το χώμαν ντο καταπατώ
να σύρ’ και πιν’ το αίμα μ’.

Εγώ για τ’ εσέν και μόνον
σύρω τη σεβντάς τον πόνον
και το κιφάλι μ’ σο μαξιλάρ’
ο νους ημ’ εν’ σο δρόμον.

Κορ’ κρέμασον έναν σταυρόν
κ είναν Θεόν προσκύνα
σεράντα ψη α εσύ μη καίεις
τέρεν και αγάπα είναν.

Εγώ για τ’ εσέν και μόνον
σύρω τη σεβντάς τον πόνον
και το κιφάλι μ’ σο μαξιλάρ’
ο νους ιμ’ εν’ σο δρόμον.


Εσύ τ’ εμόν το ακριβόν


Εσύ τ’ εμόν το ακριβόν
εσύ τ’ εμόν το έναν
όντες νοΐζω έρχεσαι
΄έρται παγών’ το αίμα μ’

Εσύ τ’ εμόν η θάλασσα,
ντο παγ’ν κ’ έρχουν παπόρια
αν θελτς φερν’νε με τη χαράν
αν θελτς φερ’νε με ζόρια

Εσύ αμάραντον τσιτσάκ
‘κι χάται εμορφία σ’
φοούμαι θ’ ομματιάζ’νε σε
τση χώρας τα κουρφίας

Άγγελε μ’ και τσιτσάκι μ’
παρχαρί μανουσάκι μ’
μάλαμαν και χρυσόν – ι
έναν και μοναχόν – ι


Στίχοι – Μουσική: Γιάννης Βλασταρίδης (Τσανάκαλης)

Όντες γερά η μάνα και άλλο ‘κι επορεί
ατότε θέλ’ βοήθειαν, ατότε θέλ’ ζωήν, ατότε θέλ’ ζωήν
κι όντες θα έρτε η ώρα και άλλο ‘κι θα ζει
άμα ‘κι εφτας το χρέος ης, θα καίεται η ψη σ’

Η μάνα έν’ κρύον νερόν και σο ποτήρ’ ‘κι εμπαίν’
η μάνα να μη ίνεται, η μάνα να μη έν’, η μάνα να μη έν’

Η μάνα έν’ βράχος, η μάνα έν’ ραχίν
σο δύσκολον την ώρα σ’, μανίτσα μ’, μανίτσα μ’, μανίτσα μ’ θα τσιαείς
η μάνα έν’ το στήριγμαν, τη χαράς το κλαδίν
τ’ ατηνές η εγάπη ‘κι ευρήεται ση γην

Η μάνα έν’ κρύον νερόν και σο ποτήρ’ ‘κι εμπαίν’
η μάνα να μη ίνεται, η μάνα να μη έν’, η μάνα να μη έν’

Θα διαβαίνε τα χρόνεα, θα γέρουμε κι εμείς
ατά είναι με τη σειράν ‘κι θα γλυτών’ κανείς, κι θα γλυτών’ κανείς
και ολ’ πρέπ’ να εξέρουμε σ’ αούτο τη ζωήν
χωρίς τη μάνας την ευχήν κανείς ‘κι ελέπ’ χαΐρ’

Η μάνα έν’ κρύον νερόν και σο ποτήρ’ ‘κι εμπαίν’
η μάνα να μη ίνεται, η μάνα να μη έν’, η μάνα να μη έν’



Η τρυγόνα μ΄σο ραχίν
έφαεν και τη βρεχήν
ωχ αϊλλοί εμέν
(ντο να ίνουμαι)
και έτρεξα εγώ με την ψην
σ’ ατηνές την απαντήν
ντο να ίνουμαι.

Σουμά σ’ ατέν επήγα
τα ξυλά τς ειν’ ολίγα
ωχ αϊλλοί εμέν
(ντο να ίνουμαι)
ατέν σιτ΄ετυλίγα
σο σελέκ ετσαρμουλήγα
ντο να ίνουμαι.

Ετσαρμούλτσα το τεκ ιμ’
θέκον κα το σελεκ ισ’
ωχ αϊλλοί εμέν
(ντο να ίνουμαι)
πουλί μ’ με το στουράκι σ’
για τάραξον το τσακ’ ησ’
ντο να ίνουμαι.

Έκατσαμ’ σο τσαχ κε‘κα
έσυρα εκει ’αν ξύλα δέκα
(ντο να ίνουμαι)
και άντσιαχ εχουλέθαμ’
έπεσαμ’ και εκοιμέθαμ’
ώχ νασαν εμέν.

Η χαρά

Ντο να φτάω την παράν
εγώ έχω την Χαράν
την Χαράν το στερνοκλάδι μ’
το κρασίν και το ελάδι μ’

Ντο να εφτάω την σεβτάν
εγώ έχω την Χαράν
να φιλώ να τσιρμουλίζω
και την ψη μ’ χαρεντερίζω

Ντο να εφτάω τον ήλιον
εχώ το γιαβρί’ τ’ εμόν
με το φέγγον θα δουλεύω
και ατό θα λαλασεύω

Θα λεγ’ ατό κατενά
άμον την καϊτέν κοφτά.
Κατ’ αγνόν ‘ς σην ψήμ μ’ εσέβεν
και ο νους ιμ’ επιδέβεν.

Θεέ μ’ ενέσπαλες τ’ ανθρώπς

Θεέ μ’ ενέσπαλες τ’ ανθρώπ’ς
και ατήντς άλλο κι φωτίεις
γιαμ θέλ’τ’ς ουλ’ να χάντανε
κι άλλο κόσμον εσύ να χτίεις.

Αχ και βαχ λέγνε παντού
τη κοσμή τα στόματα
ποι’ αποθάν’νε οι ανθρώπ’
κ’ εχωρούν σα χώματα.

Νέα παληκάρια παίρ’τ’ς
πριν να ζούνε τη ζωήν
και αφήν’τ’ς γρεάδες και γερ’τ’ς
π’ εγράσταν απάν σην γην.

Παιρ’τ’ς μάναν που βυζαλίζ’
το χάταλον το μικρόν
και έρκιαντιαν αποκολλίζ’
το γάλαν το μητρικόν.

Τρανόν εν το θέλημα σ’
ήντιαν λες ας ίνεται
ο καθένας άνθρωπον
ο κάθα είς άνθρωπον
απ’ εσέν θα κρίνεται.

Ποίσον ‘συ άμον ντ’ εξέρ’τ’ς
χώρτσον τήναν θέλ’τ’ς να παίρ’ς
γαλήνεψον το νιάτ
για τοι νέοις μ’ εφτάς γαϊριάτ’.

Κομμενόχρονον

Γιατί εποίκες με να ζω, κομμενόχρονον
με τέρτια και με πόνον.
Έλα πουλί μ’ και τη χαράν, κομμενόχρονον
εσύ θα δεις με μόνον.

Τη καρδίας ‘ιμ την χαράν, κομμενόχρονον
και όλια τα μουράτια
εράεψα και εύρα τα, κομμενόχρονον
απες σε ‘σα τ’ ομμάτια.

Μη κρους σο ψόπο μ’ το μαχαίρ’, κομμενόχρονον
μη ματώντς την καρδία μ’.
Κανειται όσον ντ’ εδέκες με, κομμενόχρονον
‘συ την τυρριανισίαν.

Μαεμένον

Εμάεψες ‘με γιάβρικα μ’
αρ’ έεις ‘με μαεμένον
ανάμεσα σα μαλλόπα σ’
αρ’ έεις ‘με συμπλεγμένον.

Εμάεψες ‘με πουλόπο μ’
κι α ΄σο φαΐν εκόπα
λύγουμαι όντες τερούνε ‘μεν
και τ’ εσά τ’ ομματόπα.

Κανείται ντ’ ετυριάντσες με
γεράν εχ’ το καρδόπο μ’
πε ‘με το ναι μικρόν πουλί μ’
εβγαίν’ και στέκ’ το ψόπο μ’.

Μαυροθάλασσα

Μαυροθάλασσας ψήα
άμον τα νέρα σ’ κρύα,
άμον τα νερά σ’.
Εποίκα έναν τάμαν
με τον Τασκίν εντάμαν
'ς σο Καραντενίζ'

Τραγωδίας θα ξύνω
‘ς σ νερά σ’ και θα πίνω,
Μαυροθάλασσα,
να εβζύνω την δίψα μ’
αχ Πατρίδα μ’, αχ ρίζα μ’
όι… Καραντενίζ’

Και απαγκαικά ‘ς όρμαν
εντάμαν με τον Οσμάν
α σα Σούρμενα
θα γομώνομε δάκρεα
όλα τα θαλασσάκρεα
Μαυροθάλασσα.


Μοσκώφ

Το τυφέκι μ’ το καπάν
άμον το καρακαπάν
τη σεβντάς-ι-μ’ τ’ όνεμα
γραμμένον εν εκεί απάν’

Αγαπώ ίναν κουτσίν
π’ αγαπά την καλατσίν
‘κε πορώ να φέρ’ ατέν
σο σπίτιμ’ έναν βραδίν

Ε κόρη λεμόν λεμόν
το πόι σ’ αμόν τεμόν
για θα τρώει σε ο γούρζουλας
για θα ίνεσαι τ’ εμόν.

Ε κουτσίν μελαχροινήν
μόνασόν με έναν βραδίν
άψον τ’ άψιμο σ’ άψον
κι όλια τα ξύλα σ’ κάψον


Ν’ αϊλλοί π’ αποχωρίεται

Ν’ αϊλλοί π’ αποχωρίεται
και αφήν’ μάναν και κύρη
ατότε εν’ που πίνει ατό
το φαρμάκ’ με ποτήρι.

Ν’ αϊλλοί π’αποχωρίεται
μακρά α σην γαρήν ατ
μουγατσουρλούχ πάντα θα συρ’
θα τυριαννίζ’ την ψην ατ.

Ν’αϊλλοί που ξενιτεύκεται
και κ’ εχ’ καν’νάν σον κόσμον
για τ΄ατόν κ’ εχ’ τελεμωνήν
τη ξενιτειάς ο δρόμον.

Αροθυμία τρωει την ψη μ’
τ’ομματόπα μ’ κλαινίζω
η ξενιτειά άκραν ντο κ’ εχ
εγώ ξαϊ κι νουνίζω.

Ξενιτεία το φαρμάκι σ’

Ξενιτεία το φαρμάκι σ’
πολλοί πιν’ν’ ατό
σην καρδίαν με ποτήρι
ατοίν κχύν’ν’ ατό.

Ζούνε με αροθυμίας
για να κλώσκουνταν
ση γαρήδες, σα μωρά τουν
σουμά ν’ έρχουνταν
οπις ν’ έρχουνταν.

Άλλ’ δουλεύν’νε πέντε χρόνια
και άλλ’ δουλεύν’νε εφτά
πολεμούν να γαζανεύν’νε
και πολλά λεφτά.

Άλλος τσακών το ποδάρν’ ατ
κι άλλος κοφτ’ το χερ’
για όλτς εν η ξενιτεία
δίκοπον μαχαίρ’.

Μάνα που εν ο πατέρα μ’
κουΐζ’ το παιδί σ’
γράφτ’ σε η γαρή σ’ σο γράμμαν
εχ’ και εβγαίν’ η ψη σ’.

Θελτς να κλώσκεσαι σ’ οσπίτι σ’
άμαν πουσμανεύ’ς
στεκς εννέα δέκα χρόνια
και άλλα να μαζεύτς.

Ξενιτέα τα ποδάρια σ’
πολλά εβάρυναν
κ’εγνωρίεις και τα παιδία σ’
γιατί ετράνυναν.

Και η γαρή σ’ μαραζωμέντσα
έτον ημσόν ψην
για τ’ ατέν ζωή κ’ επέμνεν
θα εμπαίν σην γην.


Ο ήλιον παίρ’ σον πρόσωπο σ’


Ο ήλιον παίρ’ σον πρόσωπο σ’
και φωτάζ΄το καρδόπο σ’
κι ο φέγγον όντες ‘πηδιαβέν
έπαρ’ ‘με σ’ εγκαλιόπο σ’.

Ο πρόσωπο σ’ αμόν τσιτσέκ’
το πόϊ σ’ ίσον λαμπάδαν
πουλί μ’ α ‘σα φιλέματα σ’
επαίρα νοστιμάδαν.

Ολήμαυρα τ’ ομματόπα σ’
τ’ οφρύδια σ’ είν’ γαϊτάνια
αν κείμαι κα’ χωρίς εσέν
τα νύχτας είν’ γιαβάνια.

Σουμά σ’ πουλί μ’ εκόνεψα
ωριάσον λες ‘με οφύγον
έλα πουλί μ’ ας χαίρουμες
η ζωή εν’ ολίγον.

Ο κόσμον ‘παρλάεψεν

Ο κόσμον ‘παρλάεψεν
έφανθε τεμόν τ’ αρνίν
το λαγήν ‘ατς ‘γόμωσε
ασ’ ουρανού το κρενίν

Με στρουθίκας γόσεψεν
το χρυσόν’ ατς το φαϊτόν
την κατηφορίαν σκίζ’
σο γιανί μ’ για να σουμών’

Θαλασσέα εφύσεσεν
‘σο γιαλάκρ’ εδέβεν πλαν
αμάν εσκουντούλτσανε
θύμπιρον, ανούγ’, ρεχάν

Σ’ ήλονος εκόνεψεν
σο παλάτ’, το πλουμιστόν
φως ελούστεν και(ν), αμάν
‘πέταξε σο γιαν τ’ εμόν.

Σαρία τα μαλλόπα σου

Σαρία τα μαλλόπα σου
σάρια και ολίγα πα (2),
ατά είναι ντο έκαψαν
τ’ έμα τα τσιγέροπα (2)

Επωδός
Χόπαλα τα γιάβρι μ’
χόπαλα τα κελ’
φίστανι μ’ το πλάταν κελ’

Τα κάλια σας πούλι ‘μ θάλασσα
το καρδόπο μ’ χινενίν (2)
ένα βραδόν ζωήν ας εχ’
με τ’ εσέν που θα μενείν (2)

Επωδός

Τρύγωνα τα στομόδοντας
και όντες καλάτσευνε (2)
ποσ’ νομάτ’ λιγοθυμούν
σάραντα ψήα καίγνε (2)

Επωδός

Αρνί μ’ τ’ έσον ο πρόσωπος
άτα τεσά το ‘ματια (2)
τογραύενε το κάρδοπο μ’
έφταγνα το κόμματια (2)

Επωδός


Τ’ ομμάτια σ’ είν’ ολήμαυρα


Τ΄ομμάτια σ΄είν΄ολήμαυρα
απές εγάπ’ γραμμένον
άνοιξον ας ελέπ’ ατά
η καρδία μ΄εν καμμένον.

Ομμάτια κι ομματόφρυδα
ο κόσμος εγομώθεν
την έμορφον π’ εφίλεσεν
καμίαν κ’εκομπώθεν.

Ομμάτια κι ομματόφρυδα
ο πρόσωπο σ’ αλώνι
και ατό τ’ομματοτέρεμα σ’
εμέν θα παλαλώνει.

Ομμάτια κι ομματόφρυδα
η καρδία σ’ άσπρον χιόνι
η ασπροκοκκινάδα σου
εδέβεν τον χρυσόν-ι-.


Τα μαλλία ‘μ έσπριναν


Τα μαλλία μ’ ντ’ έσπριναν
Άτο πα τερτ’ κ’ έφταγω
με τα μαύρα έρθα εγώ
και με τ’ άσπρα θα πάγω

Που γερά ας αποθάν’
να μην τυραννίεται
όσο ντο γεράει και πάει
το κορμίν ατ λύεται

Τ’ εβδομήντα αν διαβέν’
ν’ αοϊλλί ντ’ έβρεν το κακόν
και πορεί να πορπατεί
αν ‘κι κράτει το παστόν’

Τα κακά γεράματα
τα ποδάρεα κόπουνταν
άμον γέρ’κα πρόατα
ντο και πορούν να βόσκουνταν

Τα πουλία τ’ αγλώσσωτα

Τα πουλία τ’ αγλώσσωτα
και σ’ έρημα πα ζούνε
ατά εφτάγνε σεβνταλούκ
εγροικούν και αγαπούνε.

Εβγαίν’νε σο πορπάτεμαν
ατά πα ανταμούνταν
και αποβραδύς σην φωλέαν
τυλίγουνταν, κοιμούνταν.

Τα πουλία και σ’ έρημα
εφτάγνε κατοικίαν
όχι να έχνε άμον εσέν
λιθαρένεν καρδίαν.

Ταντάλα

Εντώκεν το χαλάζ’
κεράσια πουθέν κ’ εφέκεν
φαβάτα και κοκκία
ς σην γην βαθέα ‘θέκεν

Εντώκεν το χαλάζ’
κ’ εγέν’ τον χαλαρδία
κι η μαυ’σσα η Λαζαράβα
εσύρ’νεν τα μαλλία

Εντώκεν το χαλάζ’
κ’ εχάθαν τα κεράσια
ν’ αϊλί εσέν Νικόλα
ν’ αϊλί τ’ εσόν την ράχιαν.

Τα τέρτια σ’ κε εκαέθανε
παγ’νε και τα κεράσια


Τη δέσποινης τα πρόγατα


Και τη δεσποινής τα πρόγατα
και τη δεσποινής τ’ αρνόπα
τη δέσποινης ο κρίαρον
κι ο χρυσοκοδωνάτες (2)

Και ση δεσποινίτσας την αύλεαν
χλωρόν χορτάρ’ στρωμένον
ήντσαν επαρανύσταξεν
ας πάει εκεί κοιμάται (2)

Και ση δεσποινίτσας την αύλεαν
γιαγλίν τσουρέκ’ θεκμένο
ήντσαν επαραπείνασεν
ας πάει εκεί και τρώει (2)

Τοσπαγάνος

Μοθοπώρ’ς έρθεν πουλόπο μ’
και ο ήλιον λαντακίζ’
χειμωγκόντς
κ’ ελέπ’ς το τσιτσάκ ν’ ανθίζ

Σίτια καμπανίζ’ ο ήλιον
κλώσκεται φυσά και βρεχ’
τοσπαγάνος
που αλασπαντούρας τρεχ’

Ο Θεός επουγαλεύτεν
και θα χάν’ μας ασ’ σην γην
αναμέν’ μας
αν θα βρίκομαι μιγκίν

Τρυγώνα

Ακεί πέρα σ’ ορμανόπον
η τρυγώνα η κορώνα
έστεκεν και εποίνε ξύλα
η τρυγώνα η κορώνα.

Ο άντρας ατσ’ έτον μυξέας
η τρυγώνα η κορώνα
τα ξύλα τσ’ έταν οξέας
η τρυγώνα η κορώνα.

Πορπατεί και πάει τίκια
η τρυγώνα η κορώνα
τ’ ορταρόπα τσ’ είν’ τιφτίκια
η τρυγώνα η κορώνα.

Η τρυγώνα με τ’ ορτάρια
η τρυγώνα η κορώνα
πάει σ’ ορμάν’ σερεύ’ χορτάρια
η τρυγώνα η κορώνα.

Ακεί πέραν ήλιος έν’
η τρυγώνα τίνος έν’
πάει ησαΐα κι ιρεάζ τα ζα
και μαραίναντ' τα δέντρα.

Ακεί πέραν έστεκεν
την κάλτσαν ατσ’ έπλεκεν
είπα ‘τεν έλα αδά
το λαλόπο μ’ χαμελά.

Σκουλαρίκ’ φορεί σ’ ωτί
και σα σέρια δαχτύλίδ’
μ’ ένα τέρεμαν γλυκίν
χίλια χρόνια έν’ βραδύν


Φεγγαρολούστ μικρόν αρνί μ’

Ο πρόσωπο σ’ ηλιόλουστον
η καλατσή σ’ μελένεν
η μύρα σ’ εν τραντάφυλλον
η ψη σ’ μαλαματένεν.

Όντες τερώ σον πρόσωπο σ’
τ’ομματόπα μ’ θολούνταν
θαρρείς ελέπνε τ’ ηλ’ το φως
φογούμαι θα κορούνταν.

Πουλόπο μ’ όντες καλατσεύ’ς
μελ’ στάζ’ α σα χειλόπα σ’
αν κρούγν’ απάνι μ’ μερμυγκώ
τ’ άσπρα τα γανατόπα σ’
τα δύο τα χερόπα σ’.

Η μύρα σ’ σκουτουλίζ’ άμον
παρχαροτσιτσεκόπον
σο ψόπο σ’ το χρυσόχτιστον
κρατ για τ’ εμένα τόπον
κράτ μεν ολίγον τόπον.

Φεγγαρολούστ μικρόν αρνίν
έρται γιοσμάς ο ήλιον
να φιλεί κερασόχειλα
μάγλον κόκκινον μήλον.

Να ίνουμαι γουρπάν’ ησ’
ν’εβρίγουμαι σο γιαν ησ’
εσύ τισιάκ και μαξιλάρ
εγώ γιεργάν απάν ησ’.

Και με τ’ αγγελογανατόπα σ’
σπιχταγκαλιάστ εμένα
κανείς, ούτε ο Χάροντας
να παιρ’ με απ’ εσένα.

Να ίνουμαι γουρπάν ησ’
ν’εβρίγουμαι σο γιαν ησ’
εσύ τισιάκ και μαξιλάρ
εγώ γιεργάν απάν ησ’.

Μυρωμένον τ’ εγκαλιόπο σ’
ανάσμα σ’ σκουτουλίζει
ρίζα μ’ εσέν που εχ’ σουμά τ’
πάντα καλοκαιρίζει.

Εσύ είσαι η άνοιξη μ’
και παρχαροζουμπούλι μ’
εσέν πουλί μ’ αν χάνω σε
θα χάνω και τ’ αχούλι μ’.


Χορός Χαλάι


Άγγελος με τα φτερά
και με το σταυρόν σο χερ’
έρθεν και εμέντζεν μας
με τ’ άγριον το χαπέρ’

Θα παίρομε την οδόν
ο Θεόν ντο θα φωτίζ’
κάποτε να κλώσκουμες
το μένεμαν ατ’ ορίζ’

Βάι εμάς, αηλί εμάς
που επεκατήβαμε
αΐκον τρανόν κακόν
άλλον πουθέν’ κ’ είδαμε


Χαμαίλυνον καρά-καπάν


Χαμαίλυνον Καρά-καπάν
και Άε-Ζαχαρέα
να ‘λέπω τ’ αρνί μ’ πως περ’μέν’
σ’ έρημον τη φωλέαν

Ο ουρανόν κι η θάλασσα
η γη κι όλα τα πάντα
έλα αρνόπο μ’ μετ’ εμέν
πασκεί μ’ θα ζούμε πάντα

Σον ουρανόν πετά πουλίν
σην γην ευτάει εβόραν
εγώ κ’ εσύ ντο είπαμε
μη λες ατό τη χώραν

Αρνί μ’ τ’ εσόν ο πρόσωπον
και τ’ εσά τ’ ομμάτια
μετ’ εσέν πουλί μ’ θα χαίρουμαι
και παίρω τα μουράτια μ'

Ζιπάν ζιπί

Ζίπαν ζίπ η κάρδιαμ γομάτον' όνερα
λάσκεται απάν σα παρχάρεα σα κρύα νερά
Κάθουμ' ώρας και νουνίζω μικρόν πούλοπομ'
την ανάσας να έρται κρούει απάν σον πρόσωπομ

Να τερείς μεν και να σκίεις μεν μασέρ κοφτερόν
να σασέβω να μη εξέρω που κές να τερώ
Να τρομάζω και να στέκω άμον ιαντζούις
να ανοίγω τα σερόπαμ και κει απές να ρούεις

Να ερχεσαι γρυβών τς απάνι μ'
να σφιγγ'ς να τσιχρώντς
τα ντερτια ντο ειν' απεσ ιμ ολα να λαρωντς.


Καλόν κορίτσ'


Καλόν κορίτσ',
καλόν κορίτσ'
καλόν κι ευλοημένον
ση χώρα φαίνετ' άσκεμον,λελέβω ατό,
σε μέναν φωταγμένον.

Καλόν κορίτσ' εχόρευαντ' έμορφα τα κορτσόπατα
τα κάλλια τουν εσείουσαν,λελέβ' ατά,
άμον μανουσιακόπα.

Καλόν κορίτσ' για χόρεψονεσύ τεμόν φραντάλαντα
αμάραντα μαραίν' πουλί μ',λελέβω σε,
και τεσόν η εγκάλιαν.

Πατρίδα μ’

Πάντα θυμούμαι και πονώ
Τη Πάτριδας τον τόπον
Ο νουσ’ ειμ’ επέμνεν εκεί
Κι αδά έν το κορμόπομ (δις)

Πατρίδα μ’ ξαν’ πατρίδα μ’
Άλλο εσέν ξάει κι είδα
Ας επάτνα τα χώματα σ’
Κι εκεί την ψυμ’ εφήνα (δις)

Τον Πόντο ερωθύμεσα
Τη πατρίδας το χώμα
Ατόσα χρόνε εδέβανε
Κι ενέσπαλα ακόμα (δις)

Πατρίδα μ’ ξαν’ πατρίδαμ’
Άλλο εσέν ξάει κι είδα
Ας επάτνα τα χώματα σ’
Κι εκεί την Ψυμ’ εφήνα (δις)


Έλα σα κρύα τα νερά


Ελα πουλοπο μ' με τεμεν
απεσ σα μανουσακια,
Ελα σα κρυα τα νερα
και σα πεγαδοματεα.

Αρ' ελα με τεμενα
κανειτε ντ' ενεμενα
εσεναν ενεμενα
αρ' ελα με τεμεν

Τ' αστρα κι ο φεγγον ελαψαν
ελαν ασ' ανταμουμεσ,
Ους το πρωιν εγω κι εσυ
ενταμαν να κοιμουμεσ'

Αρ' ελα με ....

Ελα σα κρυα τα νερα
πουλι μ' τα παγωμενα,
με τα δυο τα χεροπας
κλιστ κα, κοτσον και ελα.

Αρ' ελα με ...

Ελα τρυγωνα μ' με τεμεν
εσυ εισαι τεμονι,
Τον κοσμον ολιον αγοραζ'
το μπόϊς μαναχονι.

Αρ' ελα με...


Χερομυλα ειν' τ' ομματεα σ'


Σιν χαμελετε σ' ερθα εγω
ν' αλεθω τα κοκκια μ'
ας διγωσε για αλεστικα
κορτσοπον την καρδια μ'.

Χερομυλα ειν' τ' οματεας
σιν χαμελετ' ντ' ελεγνε,
οντες τερουνε με αρνι μ'
το καρδοπο μ' αλεθνε.

Ας απομενω με τεσεν
και την βραδυν κοιμουμες
φιλωσε και φιλισμε αν,
και ενταμαν ν' αλευρουμες,

Χερομυλα ειν' ....

Αλλο κι κλωσκουμε σο σπιτ'
αδακα θα απομενω,
και τ' αλογο μ' ας παει ψοφα
σην αραπαν δεμενο.

Χερομυλα ειν' ....

Το Παράπονο μ'

Τραγωδω μανα μ' τραγωδω
σ' εμεν κι ιγευ να κλαιγω,
και το ντερτ ντο εχω
απες σην ψυ μ'
σιναν θα πρεπ' να λεγω.

Γιατι Θεέ μ' εφορτωσες
σ' εμεν ντερτεα και πονεα
σ' αβουτον κοσμον ουλ ζουν
γιαμ κ' εχω και εγω χρονεα.

Πεισον Θεέ μ' αμον ντ' εξερτς
και λαρωσων τα πονεα μ'
δωσ με χαρα να χαιρουμε
και πλεθυνων τα χρονεα μ'.

Τικιλ Τικιλ τα γολγόνια

Τικιλ τικιλ τα γολγονια
κρουει τ' αλογοπο μου,
περ' την στραταν ντο ξερ' μονον
ντο παει για τ' αρνοπο μου.

Κρυφκουμε κ' ελεπνε με
τ' ονεμα μ' αηδόν ειναι
η λαλία μ' εν γλυκη
η καρδεα μ' καρβον ειναι.

Ελα πουλι μ' λεγω σεν
ριζα μ' ποδεδίζο σε
θ' εχω σεν απες σα τσιτσεκεα
θα χαρεντερίζω σεν.

Εμορφα ειν' τα κορτσοπα
ντ' εσ τ' εμον η πεθερα
αμον ανοιξης τσιτσεκεα
ντο καθουν σα κλαδοπα.


Σεβντας Λόγια


Θα εφταγω σιδερεν καρδεα
γεραδες να μην φερει,
σα ντερτεα σα παραπονα μ'
ολεα να υπομένει.

Τα τραγωδιας στειλω σε
γοματα σεβντας λογια
κι απες σα τραγωδιας ημ
ειναι τα ντερτεα μ' ολεα.

Ασιν σεβνταν ερρωστεσα
νυχταν ημεραν κλαιγω
το ντερτ ντο εχω σην καρδεα μ'
καναν κ' εχω να λεγω.

Την νυχταν οντες τραγωδω
εβγα σο παραθυρισ'
ορεασον παιρνεσε χαμπαρ'
η μανας και ο κυρης.

Ζωγραφιά

Να έμνεν έναν πετούμενον
σο ορμάν απές πουλόπο μ'
Κλαδίν κλαδίν επέτανα
και εράευα τ' αρνόπο μ'

Γουρπάνι σ' ζωγραφία
Λάσκεσαι σα ρασία
Κανείται αρ' όσον έπιες
Αΐκα νερά τα κρύα.
Γουρπάνι σ' ζωγραφία

Να έμνεν έναν πετούμενον
σο ορμάν απές πουλόπο μ'
Μοιρολογούνε τα ρασ(ι)ά
και σαίρεται το ψόπο μ'.

Μοιρολογούνε τα ρασ(ι)ά
κλαίγνε τα ποταμάκρ(ι)α
Ακούω πως μοιρολογούν
τρέχνε τεμά τα δάκρ(υ)α.

Μοιρολογούνε τα ρασ(ι)ά
κλαίγνε πουλί μ' το ορμία
Ο κόσμος όλον έφυ(γ)εν
ε(γ)έντον ερημία.


Αδά σον κόσμον αγαπώ


Αδά σον κόσμον αγαπώ
ίναν Θεόν και εσένα
αν θέλτ'ς δέβα σον ανοιχτήν
και εβγάλ' τ' εμόν το ψέμαν

Εγώ για τ'εσέν και μόνον
σύρω τη σεβντάς τον πόνον
το κιφάλι μ' σο μαξιλάρ'
ο νους ιμ εν 'σο δρόμον

Πουλί μ' εσέν ντο αγαπώ
αν ίσως λέγω ψέμαν
και το χώμαν ντο καταπατώ
να σύρ' και πιν' το αίμα μ'

Τυρριανίγουμαι και κλαίγω
σε καν'νάν τιδέν κι λέγω
σ' έναν έμορφον κορτσόπον
τα παράπονα μ' θα λέγω


Φαρμακώστε με


Φαρμακώστε με φαρμακώστε με
δώστε με φαρμάκ ας πίνω
άλλο δακρόπα μη ξύνω
φαρμακώστε με
ετελέθεν το τερμάνι μ'
άλλο ψύν κι έχω απάνι μ'
φαρμακώστε με φαρμακώστε με

δείξτε με γκρεμόν δείξτε με γκρεμόν
ας πάω ρουζω και χάμαι
η αγάπη μ' κι αγαπά με
δείξτε με γκρεμόν
για τ' εμέναν να μην κλαίτε
εγουρταρεύτεν να λέτεν
δείξτε με γκρεμόν δείξτε με γκρεμόν

θανατώστε με θανατώστε με
βάλτε με απές σο χώμαν
αγαπώ ατέν ακόμα
θανατώστε με
θάνατος θα γουρταρεύ με
τιδέν κι παρηγορεύ με
θανατώστε με θανατώστε με

Ηλε μ’ ας σην Ανατολήν

Ήλεμ ασήν ανατολή φέρομε το πουλόπομ
Μη λέσμε τέαν κι πορείς και καίω το καρδόπομ

Ένας ο ''ηλεν βασιλέν άλλος μερών κες κι έρται
ολ έρχουνταν α σα μακρά τεμόν τ'αρνόπον κι έρται

'Ηλεμ σ'εμένα πα μη φευκς εγώ είμαι αποθαμένος
Ασήν εγάπην έρημος κι ασήν σεβντά καμένος.

Ο πατέρας

Θεέμ σο όνομας εγώ τρανόν όρκο επέρα
και είπα πουθέν κι ευρίεται η καρδία του πατέρα

Τι πατέρα η καρδία να αραυες κι ευρήξ καμίαν
τι πατέρα η καρδία προσκυνάτο άλλον μίαν

Ένα παιδί όντας επαίς σι χάρονος τα χέρια
άμον χιονόμπον λύεται η κάρδαι τη πατέρα

όταν χιονίζ και όταν βρεχ, κι όταν φυσάει αέρας
και γιοργάναι τα χέροπα σου για το παιδίς πατέρα

Τι θάλασσας τα κύματα τρανινατα ο αέρας
και τρανίναι τα δάκροπα όντας κλαίει ένας πατέρας

Κορτσόπον έλα έλα

Κορτσόπον έλα έλα
εμέν τέρεν και γέλα
θα φιλώ το μάγουλο σ'
απ όθεν καικά θελτς, έλα.

Κορτσόπον η λαλία σ'
άμον παρχαρί κωδών'
ας φιλώ τα σειλόπα σ'
απόψ' ους να μερών'.

Η λαλία σ' έμορφον
λάλ' με και δέβα πέραν
να φιλώ το μάγουλο σ'
οληνύχτα κι ολημέρα.

Αστρον είσαι σον ουρανόν

Άστρον είσαι ασ'σον ουρανόν,
δεντρόν απέσ' ση δείσαν,
αούτα τα χερόπα μου,
σον κόλφο σ' να χουλείσαν.

Έσυρεν οπίσ' το λετσέκ
κι ατο επεσκεπάεν,
είδα τα καλλία τς τ' έμορφα,
το καρδόπο μ' εχπάεν.

Τ' ομμάτια σ' πόζια κ έμορφα,
μαύρα είν τα μαλλία σ'
ο πρόσωπο σ' παρθενικόν
άμον τη ΠαναΪας.

ρεφραιν
Πουλόπον για τ' εσέναν
τραγωδώ πονεμένα
τ' ομμάτια μ' διακρωμένα
και παραπονεμένα


Ως που θα έν ο θάνατον


Ώσπου θα εν ο θάνατον
ώσπου θα εν ο χάρον
κανείς κι κλώσκεται και λέει
εγώ κι θα αποθάνω.

Κόρ’ έπαρ’ ασό σάβανο
κορδέλα σα μαλλία σ’
και όντες θα κορδελιάσ’ ατά
να κλαις από καρδίας.

Αν αποθάνω θάψτε με
σύρτε απάν-ι-μ χώμα
αφήστε με παράθυρον
να ελέπω την τρυγώνα μ’.

Ανάθεμα και το ρακίν
ασ’ όλιον το καλλίον
εκατό δράμια είν’ πολλά
ημσόν οκάν ολί(γ)ον.


Σο Θεόν ευτάγω τάμα


Σο Θεόν ευτάγω τάμα
ντ’ έσυρες τον πόνον μάνα (δις)
και εγέννεσες εμέν

Μάνα ξέρτ’ς πως αγαπώσε
εντροπή ΄κί έν’ να ρωτώσε
αν εν κόλαση ο κόσμον
ο παράδεισον που εν

Τα τιφέκια περισεύν’ε
οι ανθρώπ ντ΄ευτάν ΄κί ξέρν’ε
οι ανθρώπ ντ΄ευτάν ΄κί ξέρν’ε
την ζωήν ατούν θα τρών’

Κρούνέ παίρν΄ε σα χαμένα
αχ ΄κί λέν’ε τα καϋμένα
τα μωρά τα πεινασμένα
ντ’ αποθάν’ε ας σο λιμόν

Σο Θεό ευτάγω τάμα
ντ’ έσυρες τον πόνον μάνα
ντ’ έσυρες τον πόνον μάνα
και εγνώρτς΄α τη ζωή

Πως ελέπω τα παιδόπα
μόνο ψόπα και στουδόπα
Θέε μ’ για χάλασον τον κόσμον
και να χτίεις ας σην αρχή

Κεμεντζέ Τσαλλά Τσαλλά

Κεμεντζέ τσαλλά τσαλλά
κι αν κι πεϊζ καλά καλά
κρούω και τσακόνω'σε
κάθομαι και κλαίω'σαι

Άκιπέρα'ν έστεκεν
την καλτσάνατ'ς έπλεκεν
έιπ' ατέν ελλά αδά
το λαλόπω'μ χαμελά

Εμέν κ' εσέν που θα χωρίζ

Εμέν κ’ εσέν που θα χωρίζ’
ακόμα κ’ εγεννέθεν
και ους να θε εποίνα σε τεμόν
το ψυόπο μ’ ετελέθεν.

Εφτά χρόν(ε)α κι θα κρούγω
σον πρόσωπό μ’ νερόν(ιν)
και να μη σπογγίζω και χάνω
το φίλεμα τεσόν(ιν).

Πουλί μ’ το ομμάτια σ’ τ’ έμορφα
μακρέα τα μαλλία σ’
και γομάτο εν ασήν σεβντάν
το τρανόν η καρδία σ’.

Η πίτα

Η πίτα εβρουχνίασεν
ο πετεινόν εσάπεν
τεμέτερον ο Γιωρίκας
κάθκαν ημέραν χάται.

Η πίτα, η πίτα
το αλυκόν η πίτα
εγώ απ’ ατό πως έφαγα
και εκάγα ασή δίψα
κανείς νερό κ’ εδώκε εμέν
και εκάγα ασή δίψα.

Αφκά σο παραθυρόπο σ’
τραγωδώ και συρίζω
εσύ αφκά κι κατηβαίντς
καίουμαι και βρουλίζω.

Η πίτα, η πίτα
το αλυκόν η πίτα
εγώ απ’ ατό πως έφαγα
και εκάγα ασή δίψα
κανείς νερό κ’ εδώκε εμέν
και εκάγα ασή δίψα.

Λύε με, μάνα μ’, λύε με
λύε με θ’ αποθάνω
φοβούμαι εποίκα κρίμματα
και κατ’ κακό παθάνω.

Η πίτα, η πίτα
το αλυκόν η πίτα
εγώ απ’ ατό πως έφαγα
και εκάγα ασή δίψα
κανείς νερό κ’ εδώκε εμέν
και εκάγα ασή δίψα.

Τα ρασομήτα ένοιξαν
τα λεφτοκάρεα φύλλα
μαθάνω σενταλούκ εφτάει
τεμόν η τρανταφύλλα.

Η πίτα, η πίτα
το αλυκόν η πίτα
εγώ απ’ ατό πως έφαγα
και εκάγα ασή δίψα
κανείς νερό κ’ εδώκε εμέν
και εκάγα ασή δίψα.

Πατρίδα μ' αραεύω σε

Πέντε οσπίτια έχτισα κι ασ’όλα ξεσπίτουμαι
Πρόσφυγας είμ’ασο κουνί μ’, Θε μ’ θα παλαλούμαι.

Πατρίδα μ αραεύω σε αμόν καταραμένος
Σα ξένα είμαι Έλληνας και σην Ελλάδαν ξένος

Όσπιτα 'θεκα ανάμεσα σ’ορμήν και ποταμάκρη
Πεγάδια μαρμαρόχτιστα, νερόν αμόν το δάκρυ.

Πατρίδα μ αραεύω σε αμόν καταραμένος
Σα ξένα είμαι Έλληνας και σην Ελλάδαν ξένος

Και τώρα αδακές διψώ νερό να πίνω ’κι έχω
Εντρέπομαι να ψάλαβω τα χείλοπα μ να βρέχω

Πατρίδα μ αραεύω σε αμόν καταραμένος
Σα ξένα είμαι Έλληνας και σην Ελλάδαν ξένος
Σα ξένα είμαι Έλληνας και σην Ελλάδαν ξένος
Σα ξένα είμαι Έλληνας και σην Ελλάδαν ξένος

Εσκέμιναν τ’ ολόερα σ’

Εσκέμιναν τ’ ολόερα σ’
αρ’ έγρυναν τ’ αυλία σ’,
άλλο ‘κ’ έκ’σα την καλατσή σ’
πουλόπο μ’ , τη λαλία σ’.

Τ’ ομμάτια τς’ άμον θάλασσα
να’σαν που κολυμπάει,
ατού ’ς σ’ ασπρα τα κύματα
και σην εγάπην πάει.

Τ’ ομμάτια τσ’ άμον θάλασσα
τ’ οφρύδ’ καγγέλ’ καγγέλι,
εσύ θα παίρ’τς τ’ εμόν την ψην
κι θα προφτάν’ οι αγγέλοι.

Ατό κοιμάται σ’ αψηλά
και ’ς σ’ άσπρα τα κρεβάτια,
την κάρδια μ’ ετσουρούεψα
’ς σ’ ατηνές τα σοκάκια.

Πας κ’ είσαι πολλά έμορφος
γιά πολλά τσαλιμλήσα;
το στούδι σ’ αγαπίεται
μικρέσα μ’ τρυγονίτσα μ’


Ο Γέρον κι η Γρέα


Ο γέρον κι η γρέα
πορπατούν παρέα
έρθανε σο τελος τη ζωης
και ο γέρον ερούξεν
την γρέαν εκούξεν
νόμα το σέροπο ΄σ
λελεύω την πσυς
Κάθουνταν να αναπάουν
και να οραματιάουν
σην ζωήν ατουν ντε πέρασαν
μονον τα ρασία
ατα κε εχνε πσία
χρονια και ζαμάνια
απόμενε

Σο καλύβι σ' ολόερα (Ο καημένον ο σπουργίτης...)

Σο καλύβι σ' ολόερα συρίζω τραγωδώ σε
άμον ανοιξησνόν πουλίν πάντα θα κελαηδώσε

Ο καημένον ο σπουργίτης
πάντα λάσκεταιν αλήτης
πόσα φοράς εμόνασες εμέν πουλί μ' σο σπίτι σ'

Αν ήξερες τρυγώνα μου και τεμόν την καρδίαν
ασ' εγκαλιόπο σ' απέσ'κες και βγάλνες με καμίαν

Ο καημένον ο σπουργίτης...

Πολλά έχω να λέω σε, σα σείλια μ' είν' γραμμένα
θα αρχινώ και λέω σε, να δι μ' απ' έναν έναν

Ο καημένον ο σπουργίτης...

Πουλόπομ όθεν πορπατείς

Πουλόπομ όθεν πορπατείς τα τσιτσακόπα ανθίζ’νε,
τα μελεσίδεα έρχουνταν γλυκέα να μυρίζ’νε

Ελέπ' ατά κι εγώ ο γιοσμάς κι ο παλικάρτ’ς ζελεύω,
να έμ’νε μικρόν μελεσίδ’ απάν’ ις να κονεύω

Έσυ τυριανείς μεν πουλί’ μ ατόσα χρόνεα ,
πέει με το ναι να χάν’τανε τη κάρδια σ’ ιμ τα πόνεα

Θερίον εν το σεβνταλούκ

Θα σπίγγω σπίγγω και κόφτω τρυγώναμ’ την ανάσα σ’
θα δίγω φίλεμαν ζωής απές σα ψύα τ' άσπρα σ’

Θερίον εν το σεβνταλούκ κι εποίκες ατο ψίλλον,
τρυγώναμ’ ας σο τέρεμαν εψόφεσεν ο σκύλον

Θα σπίγγω σπίγγω και κοφτώ τη κάρδια σ’ ις τον χτύπον,
θ' εφτάω ατό ντ' έποικεν άμον εμέν αοίκον

Θερίον εν το σεβνταλούκ’ κ’ εποίκε σ’ ατο ψίλλον,
τρυγώναμ’ ας σο τέρεμαν εψόφεσεν ο σκύλον

Θα σπίγγω σπίγγω εθαρρώ πουλι μ' εσέν θα γλίνω,
δυο χρόνεα κ’ εφέκες με το σπαρέλι σ' να λύνω

Θερίον εν το σεβνταλούκ κ’ εποίκες ατο ψίλλον,
τρυγώναμ ας σο τέρεμαν εψόφεσεν ο σκύλον

Την κάρδια μ' θα σκιζα το

Την καρδία μ' θα σκίζ’ ατο θ' έχω δύο καρδίας
σ' έναν θα βαλω τα καημούς σ' άλλο τ' αρρωθυμίας

το αίμαν νέρον ΄κ’ ‘ινεται κ’ οι ρώμαιοι ‘κί τουρκεύ’νε
κι ο αδερφόν τον αδερφόν πάντα θα αραεύ’νε

Ρεφρεν

Αναστενάζω σείουνταν τα ψηλά τα ραχία
όντες πονώ μαραίντανε τα φύλλα σα κλαδία

Ρεφρεν

Πουλόπα ταξιδιάρικα εναν μένεμαν φέρτε
τα κύρουκα μ' κι ο αδερφό μ' αν ζούνε σ’ εμέν πέτε

Ρεφρεν

Μάνα θέλω να παντρεύω

Μάνα θέλω να παντρεύω ας σ’ αφ’κά τη μαχαλάν
δέβα πέα ατο τον κύρη μ' κόκοραν για να χαλάν

Παναϊα Σουμελά ντ' ευτάς θάματα πολλά
ποίσον κ’ ένα για τα’ εμέν η ψυ μ' άλλο ΄κί αναμέν’

Πεθερά καθ’κα καλά νούντζον και τα υστερνά
η κουτσή σ' θα υπαντρεύ αφ’σε και τα παλαλά

Αγαπώ είναν κουτσήν

Αγαπώ είναν κουτσήν
π’ αγαπά την καλατζήν
κ’ επορώ να φέρ’ ατέν
σο σπίτ’-ιμ’ έναν βραδύν

Έϊ κόρη λεμόν λεμόν
το πόι σ’ αμόν τ’ εμόν
για θα τρώει σε ο γούρζουλας
για θα ‘ ίνεσαι τ’ εμόν

Έϊ κουτσίν μελαχροινή
μόνασόν μ’ έναν βραδύν
άψον τ’ άψιμο σ’, άψον
κι όλια τα ξύλα σ’ κάψον

Ν’ αϊλλοί εκείνεν την μάναν

Και ν’ αϊλλοί εκείνεν την μάναν
π’ είχεν δύο παιδία
τ’ έναν ο Χάρον επαίρεν
τ’ άλλο η ξενιτεία.

Και γιάτι Χάρε αγληγορείς
και θελτ’ς να παίρτ’ς το ψόπο μ’
σ’ αβού’ τον κόσμον που ολ’ ζουν
γιαμ κ’ έχω κ’ ΄γω τόπον.

Και ο χάρον έρθεν εμπροστά μ’
λέει με ‘α παίρω την ψη σ’-ι-
έχω μουράτια απλέρωτα
Χάρε μ’ αγληγορείς-ι-.

Η μάνα εν’ Θεός

Λόγια κι θα ευρίουνταν τη μάνα να υμνούνε
όσοι μανάδες μοναχόν την μάνα εγροικούνε

Η μάνα εν Θεός η μάνα Παναγία
Άμον τη μάνας την εγάπ’ κι ευρίεται άλλο μία

Η μάνα πρωτού να γεννά πονεί για το παιδίν ατ’ς
και ους να φέρε ση ζωή πολεμά με την ψη ν'ατ’ς

Φαϊ σο νουν α'τς ξάϊ κι κρούει νε διψά νε νυστάζει
Αν το παιδίν ατ’ς κατ’ παθάν το αίμαν ατ’ς λιφτάζει

Τι παιδί το χαμόγελο εν η χαρά τη μάνας
Ρουζ’ απές σο παράδεισον όντας γωμόν τα πάνα

Φαρμακώστε με

Φαρμακώστε με φαρμακώστε με
δώστε με φαρμάκ’ ας πίνω
άλλο δακρόπα μη ξύνω
φαρμακώστε με
ετελέθεν το τερμάνι μ'
άλλο ψύν κι έχω απάνι μ'
φαρμακώστε με φαρμακώστε με

δείξτε με γκρεμόν δείξτε με γκρεμόν
ας πάω ρούζω και χάμαι
η αγάπη μ' κι αγαπά με
δείξτε με γκρεμόν
για τ' εμέναν να μην κλαίτε
εγουρταρεύτεν να λέτεν
δείξτε με γκρεμόν δείξτε με γκρεμόν

θανατώστε με θανατώστε με
βάλτε με απές σο χώμαν
αγαπώ ατέν ακόμα
θανατώστε με
θάνατος θα γουρταρεύ’ με
τιδέν κι παρηγορεύ με
θανατώστε με θανατώστε με

Αγγελούδι μ’'

Αγαπώσεν αγγελούδι μ’
σεβνταλήν πολλά μικρόν
΄κ’ επορώ χωρίς εσέν
άλλο για να ζω

Αγαπώσεν αγγελούδι μ’
εγώ εσέν αγαπώ
τερώ την φωτογραφίας
με τ’ εσέν παραμιλώ

Θυμούμαι τα’ εσά τα’ ομμάτεα
τ’ έμορφα τα πλουμιστά
αγγελούδ’ είσαι πουλόπο μ’
θα παιθάν’ ας ση σεβντά

Ρεφραίν

Μαύρα είν’ τα μαλλία σ’

Τα τσαπράζια τ’ ομματόπα σ’
Και ν' ατά τα τσαλιμόπα σ’
Τα χαρίσματα ούλια
Έχ’ς ατά πουλί΄ μ' εσύ
Παλαλώ ντ’ς τα παιδία
Ρούζ’ ν' απές ση φωτίαν
Για τ ’ εσόν το χατηρόπον
Για τ’ εσέν,για τ΄εσέν...

Ρεφραίν
Μαυρά είν' τα μαλλία σ'
Χρυσόν εν' η καρδία σ'
Μαγεύ’ σ’ τα παλλικάρια
Σεβνταλίν πουλίν...

Τα κόκκινα τα χειλόπα σ’
Και τ’ άσπρα τα χερόπα σ’
Ποίος θα εχ’ την τύχην
Τα μεσόπα σ’ να κρατεί

Τα δρόμεα ατουν τρομάζ’νε
Τα καρδίας ατουν κρούν’νε
Για τ’ εσά τα τσαλιμόπα
Για τ’ εσέν,για τ’ εσέν..

Σο Παρακάθ και Μουχαπέτ

Σο παρακάθ’ και μουχαπέτ’ κάθαν βράδον παρέας
η λύρα παιζ’ και φαγοπότ’ με κρομμύδ’ και ελέας

Παρακάθεα μουχαπέτια κ’ έναν τσιζίν σα τέρτια
παρακάθια και σεβντάδες να λαρούνταν τα γεράδες

Σ' έναν γωνίαν παλληκάρ’ κόρη τερεί σο μάτεα
όνειρα και να σπιτικόν ντο θα εφτάει τα παλάτεα

Παρακάθεα μουχαπέτια κ’ έναν τσιζίν σα τέρτια
παρακάθια και σεβντάδες να λαρούνταν τα γεράδες

Σο παρακάθ’ ουλ’ έναν είν’ οι τουσμάν πα ιεύν’νε
πίν’ε ρακίν κι αδερφομέν’ και γιαν γιαν να χορεύν’ε

Παρακάθεα μουχαπέτια κ’ έναν τσιζίν σα τέρτια
παρακάθια και σεβντάδες να λαρούνταν τα γεράδες

Aγρέλαφoν

Η θάλασσα να κόφκεται, να γίνεται τσαϊρεα,

Να κατηβαίν’ τ’ αγρέλαφεα να βόσκουν σα τσαϊρεα

Τ’ αγρέλαφεα όλια βόσκονταν κι όλια μαρουκούνταν

Κ’ έναν μικρόν αγρέλαφον, μικρό αγρελαφόπον,

Ούτε θέλει να βόσκεται, ούτε να μαρουκάται.

- Ντό έπαθες αγρέλαφον, μικρό αγρελαφόπον,

κι ούτε θέλεις να βόσκεσαι κι ούτε να μαρουκάσαι;

- Εντώκαν το πουλόπο μου ση Σέρας το ποτάμιν,

- Εκείνο κι άλλα τέσσερα είνας αβτζής εντώκεν

Κι ατώρα ψέσκουν ακεί πέρ’ σ’ έναν αργυροχάλκιν.

Εγώ ποπάς ΄κί ‘ίνουμαι

Εγώ ποπάς κ' ‘ίνουμαι
σο ιερόν κ’ εμπαίνω
σίτε θα ψάλλω τραγωδώ
σασεύω κι απομένω.

Απ’ αδά κι απάν’ μη πας
κόφτ’ τ’ ωτία σ’ ο ποπάς
όσο και να εν ποπάς εν
άλλο κι ξομολογά σεν.

Ας λέγω σας ντο είπε με
ένας καλός ποπάς -ι
έμορφον είδες φίλ’ ατήν
το κρίμα σ’ μη ρωτάς –ι .

Απ’ αδά κι απάν’ μη πας
κόφτ’ τ’ ωτία σ’ ο ποπάς
όσο και να εν ποπάς εν
άλλο κι ξομολογά σεν.

Επήγα σον πνευματικόν
είπα την αμαρτία μ’
ατό είπε με τηδέν κ’ εν
ποίσον ατό άλλον μίαν

Απ’ αδά κι απάν’ μη πας
κόφτ’ τ’ ωτία σ’ ο ποπάς
όσο και να εν ποπάς εν
άλλο κι ξομολογά σεν.

Αν θέλετεν τον ουρανόν
Αν θέλετεν τον ουρανόν
απέσ' σην βούρα μ' βάλλω
μη λέτε με, μη λέτε με
τ' αρνόπο μ' ν' ανασπάλλω.

Ανάθεμά σε νε σεβντά
ευρίκ'ς αγνά καρδίας
εκεί απέσ' σύρ'ς το άψιμο σ'
εκεί απέσ' τη φωτία σ'.

Πως εγροικάς α' ουρανέ
κι οντές πονώ λιβώνεις
κι αν τρέχ'νε τα δακριόπα μου
τη γην νερά γομώνεις.

Ση κάρδιας-ι-μ' τον ουρανόν
σύννεφα μαύρα εκάτσαν
Ήλεν' κι αφήν'νε να εμπαίν'
το ψόπο μ' εγονάτ'σαν



Γράμμαν μη στείλ΄ς με γιαβρόπο μ’
γομάτα τ’ ομματόπα μ’
κ’ επορώ ν’ αναγνώθα ατό
τρομάζ’νε τα χερόπα μ’.
Συ ας σο γιάν’ ι μ’ ντ’ έφυες
τ’ απέσ-ι-μ’ ερημώθεν
άμον πουλίν επέταξε
σα μακρά π’ εκομπώθεν.
Ση Θεού την ημέρα κιάν
τα γέλτα σ’ αφουκρούμαι
όθεν τερώ ευρίεσαι
Θεέ μ’ θα παλαλούμαι.
Κιντίν και βράδον πολεμώ
τ’ ομμάτια μ’ να τσαμώνω
σ’ όρομα μ’ να ελέπω σε
το ψόπο μ’ ν’ αλαφρώνω


Το μαχαίρι μ’ σίδερον


Το μαχαίρι μ' σίδερον
είδα σε οσήμερον
ας' ασήμ' έν' το θεκάρ'
έπαρ' με το παλλικάρ'.
Σο καϊνάκ’ ‘ιν το νερόν
κρύον κι ποτίεται
άμον τ' αρνί μ' έμορφον
σον κόσμον κ' ευρίεται.

Παρχάρ αέρας


Παρχάρ' αέρα' φύσεσεν
τα τσάμιας-ι-σ' ελύαν
τσιγκαλιδιάρ'κα μάλλοπα
ση γούλα μ' ετυλίαν.

Θα τσαντζαρεύω σα λίβεα
θα κάθουμαι σην άκραν
όθεν ελέπ'ς χοντρόν βρεχίν
θα είν' τ' εμά τα δάκρεα

Κόρη πέ α τη μάνα σου
το φυλλαχτόσ’ ας βάλ’τσε
σην απαντή σ' π' ευρίεται
καμμίαν κι ανασπάλλ’ τσε

Ο γαμπρόν

Σ' εμέτερον το χωρίον
εποίκαμε έναν γαμπρόν
να ελέπ' τη νισαλούν ατ'
πάντα πάει σον πεθερόν.
Γραία εποίκαμε γαμπρόν
σπάξον έναν πετεινόν
φούστουρον και μακαρίναν
φάϊσον γραία το γαμπρόν.
Κοσσαρόπα, πιλιτσόπα
η πεθερά έναν έναν σπαζ
φούστουρον και μακαρίναν
το γαμπρόν για να χορτάζ'.
Η γραία παρακαλεί
η κοσσάρα να ωβάζ'
να εφτάει το φούστουρον
το γαμπρόν για να χορτάζ'

Ερθες άμον άνοιξην

Έρθες ψυ μ' σο καρδόπο μ'
άγγελος με φτερόπα
εγόμωσες το ψόπο μ'
Απρίλ' μανουσιακόπα

Έρθες άμον άνοιξην
σ' έρημον την καρδία μ'
τσιτσιακοφορεμέντσα
έγκες οπίσ' την ύϊα μ'

Κόρτσοπον δεκαέξ’ χρόνων
τα μαλλία σ' δελάουν
σε 'σεν καρσί’ που έρται
τ' ομμάτια τ' χαντηλιάουν

Τρείς αετοί

Τρείς αετοί, τρείς αετοί κι οι τρείς καιτανεμένοι,
Έγκαν φαιν, έγκαν ποτήν, κάθουν και τρών’ και πίν’ε.

Ο είς έπεν πολλά κρασίν κ’ εμέθυξεν κ’ ερούξεν,
Άλλος επαραστράτεσεν κ’ ελάθεψεν τη στράταν,
Κι άλλος επαρεγέρασεν κι ετσακοφτερουλίεν.

Μη κλαίτε ατόν π’ εμέθυξεν, απομεθεί και σκούται,
Μη κλαίτε ατόν π’ ελέθεψεν, καταρωτά και πάει,
Κλάψεστε ατόν π’ εγέρασεν κι άλλο φτερά κι φέρει


Ας σ' έναν μαχαλάν είμες

Ας σ' έναν μαχαλάν είμες κι ας σ' έναν γειτονίαν
πάντα γω 'κι θα έρχουμαι έλα και συ πα μία

Τ' οσπίτ'ν ατσ' 'κι εν ολόχτιστον και κιρετσλιαεμένον
εχάσεν τ' ανοιγάρια 'θε κι επέμνεν κλειδωμένον

Τη μαχαλά σ' εγόρασα τ' ημ'σόν θα πατουρεύω
κι ατού σ' άσπρον τη ψ(υ)η σ' απές ουσκάν θα γιαπτουρεύω

Απάν σο Αεν Πνεύματο κερίν εξέβα ν' άφτω
είδα 'τεν και κατ' έπαθα τον κύρ'ν άτς ανασκάφτω

Μαυρά είν' τα μαλλία σ'

Τα τσαπράζια το ματόπας
Καιν' ατά τα τσαλιμόπας
Τα χαρίσματα ούλια
Έις ατά πουλί μ' εσύ
Παλαλόντς τα παιδία
Ρουζν'απές ση φωτίαν
Για τεσόν το χατηρόπον
Για τεσέν,για τεσέν...

ΡΕΦΡΕΝ
Μαυρά είν' τα μαλλία σ'
Χρυσόν εν' η καρδία σ'
Μαγεύς τα παλικάρια
Σεβνταλίν πουλίν...

Τα κοκκίνα τα σηλόπας
Και τα άσπρα τα σερόπας
Πίος θά ες την τύχην
Τα μεσόπας να κρατεί
Τα δρομιά τουν τρομάζνε
Τα κραδίας άτουν κρούνε
Για τεσά τα τσαλιμόπα
Για τεσέν,για τεσέν...



Σο Παρακάθ και Μουχαπέτ


Σο παρακαθ και μουχαπετ καθα βραδον παρεας
η λυρα παιζ και φαγοποτ με κρομιδ και ελεας

Παρακαθια μουχαπετια και ενα τσιζιν σα τερτια
παρακαθια και σεβνταδες να λαρουνταν τα γεραδες

Σ'ενα γωνια παληκαρ κορη τερη σο ματια
ονειρα και να σπιτικο ντο θα εφταει τα παλατια

Παρακαθια μουχαπετια και ενα τσιζιν σα τερτια
παρακαθια και σεβνταδες να λαρουνταν τα γεραδες

Σο παρακαθ ουλ εναν ειν οι τουσμαν πα υέυνε
πινε ρακυν και αδερφομεν και γιαν γιαν να χορευνε

Παρακαθια μουχαπετια και ενα τσιζιν σα τερτια
παρακαθια και σεβνταδες να λαρουνταν τα γεραδες


Ώσπου θα εν ο θάνατον

Ώσπου θα εν ο θάνατον
ώσπου θα εν ο χάρον
κανείς κι κλώσκεται και λέει
εγώ κι θα αποθάνω.

Κόρ’ έπαρ’ ασό σάβανο
κορδέλα σα μαλλία σ’
και όντες θα κορδελιάσ’ ατά
να κλαις από καρδίας.

Αν αποθάνω θάψτε με
σύρτε απάν-ι-μ χώμα
αφήστε με παράθυρον
να ελέπω την τρυγώνα μ’.

Ανάθεμα και το ρακίν
ασ’ όλιον το καλλίον
εκατό δράμια είν’ πολλά
ημσόν οκάν ολί(γ)ον.



Που είπαν πα ας είπανε


Για δώστε με έναν ρακίν και έναν νερόπον κρύο
Ας αρχινώ να τραγωδώ -λελεύω σας- απ' όλιον ολίγον

Επωδός
Που είπαν πα ας είπανε που 'κι είπαν πα ας λέγνε
εγώ και συ να χαίρουμες και οι τουσμάν ας κλαίγνε

Εγώ το ρακίν πίν' ατό αρ' αμόν το νερόν- ι
τραγωδίας θα λέγω σας -λελεύω σε- απόψ' ους να μερώνει

Εμέν το ρακίν 'κι μεθεί ας εν και με τ' οκάδες
εμέν μεθούν τα χειλόπα σ' ντο έχ'νε νοστιμάδες



Ο γέρον κι η γρέα

Ο γέρον κι η γρέα πορπατούν παρέα
έρθανε σο τέλος τη ζωής
και ο γέρον ερούξεν την γραίαν εκούξεν
νόμα το χέροπο σ' λελεύω την ψυ ς

Κάθουνταν να αναπάουν και να οραματιάουν
σην ζωήν ατουν ντ’ πέρασαν μόνον τα ραχία
ατά κ’ εχ’νε ψυ α χρόνια και ζαμάνια απόμενε


Ο παρχάρτ'ς


Ο παρχάρτ'ς εγκαλιάστε με
είπε με : "ντό χαπέρια;"
κι εγώ εκλώστα κι είπα 'τον
"θα φεύω σ' άλλα μέρια"

Ατότε έρθεν εμαύρυνεν
τα χέρια τ' εγαγγρώθαν
τ' ορμία και τ' ορμόχειλα
αποθεμελιώθαν

Ατώρα τσι θα τραγωδεί
τσι θα παίζ' και κλαινίζ' με;
τσι θα συρίζ' και χαίρουμαι,
ποίος θα πρασινίζ' με;


Ν’ αϊλλοί εκείνεν την μάναν


Και ν’ αϊλλοί εκείνεν την μάναν
π’ είχεν δύο παιδία
τ’ έναν ο Χάρον επαίρεν
τ’ άλλο η ξενιτεία.

Και γιάτι Χάρε αγληγορείς
και θελτ’ς να παίρτ’ς το ψόπο μ’
σ’ αβού τον κόσμον που ολ’ ζουν
γιαμ κ’ έχω και ‘γω τόπον.

Και ο χάρον έρθεν εμπροστά μ’
λέει με ‘α παίρω την ψη σ’-ι-
έχω μουράτια απλέρωτα
Χάρε μ’ αγληγορείς-ι-.



Μοσκώφ


Αγαπώ ‘ ίναν κουτσίν
π’ αγαπά την καλατσίν
κ’ επορώ να φέρ’ ατέν
σο οσπίτ-ι-μ’ έναν βραδύν

Ε κόρη λεμόν λεμόν
το πόι σ’ αμόν τ ’εμόν
για θα τρώει σε ο γούρζουλας
για θα ‘ίνεσαι τ’ εμόν

Ε κουτσίν μελαχροινή
μόνασόν με έναν βραδύν
άψον τ’ άψιμο σ’ άψον
κι όλια τα ξύλα σ’ κάψον


Μάνα θέλω να παντρεύω

Μάνα θέλω να παντρεύω ας αφ’κά τη μαχαλάν
δέβα πέα το τον κύρη μ' κοκοράκια για να χαλάν

Παναγία Σουμελά ντ' ευτάς θάματα πολλά
ποίσον κ’ ένα για τα’ εμέν η ψυ μ' άλλο κι αναμέν’

Πεθερά καθ’κα καλά νούντσον και τα υστερνά
η κουτσή σ' θα ιπαντρεύ’ αφ’σε και τα παλαλά


Κεμεντζέ μ' τσαλά τσαλά

Κεμεντζέ μ' τσαλά τσαλά, αν 'κι παίεις καλά καλά
κρούγω κα τσακώνω σε, κάθουμαι και κλαίγω σε

Την κουτσήν θ' αντρίζν' ατέν 'κι έχνε να φορίζν' ατέν
'κι επορούν πεντ' εξ νομάτ, κα για να καθίζν' ατέν

Το φέσι μ' σο γιαν απάν το πισκίλτιν κείται απάν
τ' έμορφα τα κορτσόπα σκοτούνταν σ' εμέν απάν



Ίμερα ερωθύμεσα


Ωχ, Ίμερα ερωθύμεσα
ναηλί εμέν,
ωχ, νελέπω τ΄οσπιτόπα'ς
ώι ναηλί καί βάι ξάν εμέν,
ώχ, ν'ελέπω τ'οσπιτόπα'ς,
ώι ναηλί καί βάι ξάν εμέν

Ωχ, ν' ελέπω τόν καστρόλιθο'ς
ναηλί εμέν,
καί' ν όλια τα παρχαρόπα'ς
ώι ναηλί και βάι ξάν εμέν
έχ όλια τα παρχαρόπα'ς
φύγον κι έλα πούλι'μ με τ’ εμέν

Εχ, απ' ακεί πέρα πού έρται
πουλί'μ, πουλί'μ,
εχ, γιοσμάς με την κουκούλα'τ
ώι ναηλί και βάι ξάν εμέν,
εχ, γιοσμάς με την κουκούλα'τ
ώι ναηλί και βάι ξάν εμέν


Θερίον εν το σεβνταλούκ

Θα σπίγγω σπίγγω και κόφτω τρυγώναμ την ανάσας,
θα δίγω φίλεμαν ζωής απές σα ψύα τ' άσπρας

Θερίον εν το σεβνταλούκ κι εποίκες άτο ψίλλον,
τρυγώναμ ασ'ο τέρεμαν εψόφεσεν ο σκύλον

Θα σπίγγω σπίγγω και κοφτώ τη κάρδιας σης τον χτύπον,
θ' εφτάω ατό ντ' έποικεν αμόν εμέν αήκον

Θερίον εν το σεβνταλούκ κι εποίκες άτο ψίλλον,
τρυγώναμ ασ'ο τέρεμαν εψόφεσεν ο σκύλον

Θα σπιγγω σπιγγω εθαρώ πουλι μ' εσεν θα γλυνω,
δυο χρόνεα κι εφέκες με το σπαρελί σ' να λυνω

Θερίον εν το σεβνταλούκ κι εποίκες άτο ψίλλον,
τρυγώναμ ασ'ο τέρεμαν εψόφεσεν ο σκύλον


Εμέν κ’ εσέν που θα χωρίζ’

Εμέν κ’ εσέν που θα χωρίζ’
ακόμα κ’ εγεννέθεν
και ους να θε εποίνα σε τεμόν
το ψυόπο μ’ ετελέθεν.

Εφτά χρόν(ε)α κι θα κρούγω
σον πρόσωπό μ’ νερόν(ιν)
και να μη σπογγίζω και χάνω
το φίλεμα τεσόν(ιν).

Πουλί μ’ το ομμάτια σ’ τ’ έμορφα
μακρέα τα μαλλία σ’
και γομάτο εν ασήν σεβντάν
το τρανόν η καρδία σ’.


Άστρον είσαι ασ'σον ουρανόν

Άστρον είσαι ασ'σον ουρανόν,
δεντρόν απέσ' ση δείσαν,
αούτα τα χερόπα μου,
σον κόλφο σ' να χουλείσαν.

Έσυρεν οπίσ' το λετσέκ
κι ατο επεσκεπάεν,
είδα τα καλλία τς τ' έμορφα,
το καρδόπο μ' εχπάεν.

Τ' ομμάτια σ' πόζια κ έμορφα,
μαύρα είν τα μαλλία σ'
ο πρόσωπο σ' παρθενικόν
άμον τη ΠαναΪας.

(ρεφραιν)
Πουλόπον για τ' εσέναν
τραγωδώ πονεμένα
τ' ομμάτια μ' διακρωμένα
και παραπονεμένα.

Αδά σον κόσμον αγαπώ

Αδά σον κόσμον αγαπώ
ίναν Θεόν και εσένα
αν θέλτ'ς δέβα σον ανοιχτήν
και εβγάλ' τ' εμόν το ψέμαν

Εγώ για τ'εσέν και μόνον
σύρω τη σεβντάς τον πόνον
το κιφάλι μ' σο μαξιλάρ'
ο νους ιμ εν 'σο δρόμον

Πουλί μ' εσέν ντο αγαπώ
αν ίσως λέγω ψέμαν
και το χώμαν ντο καταπατώ
να σύρ' και πιν' το αίμα μ'

Τυρριανίγουμαι και κλαίγω
σε καν'νάν τιδέν κι λέγω
σ' έναν έμορφον κορτσόπον
τα παράπονα μ' θα λέγω.



Γετίμ Ογλή


Ν' αηλί εσέν Γετίμ Ογλή επέθανεν ο κύρ' ισ'
με τη κυρού σ' το θάνατον εχάθεν το χατήρ ισ'

Ν' αηλί εσέν Γετίμ Ογλή εχάθεν τ' εχτιπάρ ισ'
εχιόντσεν και 'κι λιμενεύ σο ξερόν το κιφάλ' ισ'

Πατούρεψα τον εαυτό μ' κι εσκεπάγα ασό χρέος
βλαστήμεσα βλαστήμεσα εγέμνε αμόν Εβραίος


Αντάρτης

Αντάρτης απάν 'ς σα βουνά αντάρτην εκουβάλ’νεν
τραματημένον 'ς σο πλευρόν το αίμαν ατ' εχάνεν

Αφ 'ς με και γλύτωσον την ψη σ' είμαι αποθαμένος
επαρακάλνεν κι έλεεν τον φίλον ο ντογμένος

Έρχουνταν τ' αποσπάσματα τοι δυ-ς-πα θα πιανε
εμέν εσύ ξάϊ μη νουνίεις εσεν πα θα κρεμάνε

Εντάμαν εμ' νες ς' σο ραχίν άν χάνω σε θα χάμαι
'ς ση ζωήν και 'ς σον θάνατον φίλε μαζί θα πάμε

Έναν άστρεν εξήβεν

Έναν άστρεν εξήβεν σην Ανατολήν
Έναν κι άλλο εξήβεν σο Βαθύν τ’ Ορμίν

Άλλ’ έναν κι άλλο εξήβεν σο Καρα-Καπάν
Κι αλλ’ έναν κι άλλο εξήβεν σ’ Αρμαλού το Χαν

Σοφίτσα μ’ έξ’ μ’ εβγαίνεις και μη φαίνεσαι
Και ν’ ελέπν’ εσαι και τ’ άστρα και μαραίνεσαι

Και ν’ ελέπ σε και ν’ ο φέγγον και δειλαίνεσαι
Ελέπ’ σε και ν’ ο ήλεν και ηλαίνεσαι

Τα παλικάρια κλαίγνε κι αραεύνε σε.
Τα παλικάρια κλαίγνε κι αραεύνε σε.

Την πατρίδα μ’ έχασα

Την πατρίδαμ’ έχασα, έκλαψα κ’ επόνεσα.
Λύουμαι κι αρροθυμώ , ώι-ώι, ν’ ανασπάλω κ’ επορώ.

Μίαν κι’ άλλο ΄σην ζωή μ’ ,σο πεγάδι μ’ σην αυλή μ’.
Νέροπον ας έπινα, ώβι-ώι, και τ’ ομμάτα μ’ έπλυνα. (Ρεφραίν)

Τά ταφία μ’ έχασα ντ’ έθαψα κι’ ενέσπαλα.
Τ’ εμετέρτς αναστορώ, ώι-ώι και ΄ς σο ψυόπο μ’ κουβαλώ.

Ρεφραίν

Εκκλησίας έρημα, μοναστήρα ακάντηλα,
Πόρτας και παράθυρα, ώι-ώι επέμναν ακρόνυχτα.